Οι Μολάοι είναι κωμόπολη η οποία βρίσκεται 61 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σπάρτης, με πληθυσμό 3000 κατοίκους. Το όνομα του οικισμού είναι παραφθορά της λατινικής λέξης «mola» που σημαίνει μύλος. Η περιοχή είχε πολλούς μύλους, οι οποίοι στην Αιολική διάλεκτο ονομάζονταν «Μυλάοι». Ο οικισμός απαντάται για πρώτη φορά σε κείμενο του 1209, στη λεγόμενη Συνθήκη της Σαπιέντζας. Στη Συνθήκη αυτή οριοθετούνται το Πριγκηπάτο και οι κτήσεις των Βενετών και σε κάποιο σημείο της ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, (ιππότης και ιστορικός του Μεσαίωνα), αναφέρει: «...έχει ήδη στη κατοχή του την πόλη Mola...» Επίσης, αναφορά του ονόματος «Μολάοι» βρίσκουμε και σε αργυρόβουλο του Δεσπότη Θεόδωρου Παλαιολόγου, το 1445.
Οι Μολάοι έχουν βαθιές ρίζες μέσα στην ιστορία, όπως αποδεικνύουν τα πλούσια Μυκηναϊκά ευρήματα, οι τάφοι και ο μεταλλευτικός ορυκτός πλούτος στη θέση Γκαγκανιά, (αρχαία Πηγαί). Στον λόφο Βίγκλα υπάρχουν και λείψανα αρχαίας ακρόπολης. Την κωμόπολη των Μολάων διασχίζει το φαράγγι με την ονομασία Λάρνακας. Στο φαράγγι αυτό, το οποίο διέθετε και δικό του πηγιαίο νερό από την πηγή «Μάνα», αναπτύχθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας. Αργότερα, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, ο πυρήνας αυτός εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο και οικονομικά εύρωστο οικισμό. Διέθετε, μάλιστα, και κάστρο, στο οποίο κατέφευγαν οι κάτοικοι σε περιπτώσεις επιδρομών και από το οποίο ήλεγχαν τη πεδιάδα μέχρι τη Μονεμβασιά.
Νοτιοανατολικά των Μολάων, σε απόσταση 2 χιλιομέτρων, βρίσκεται η περιοχή Χαλάσματα, όπου βρέθηκαν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως είναι αράβδωτοι κίονες, κιονόκρανα και ψηφιδωτά. Τα ευρήματα αυτά μαρτυρούν ότι στη θέση αυτή υπήρχε η αρχαία πόλη Λεύκη, η οποία πήρε το όνομά της από τις λεύκες της ομώνυμης πεδιάδας.
Στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου του βουνού της Κουρκούλας δεσπόζει ο Παλαιόπυργος, ένα μικρό ερειπωμένο οχυρό με το φαράγγι του Λάρνακα και τους δώδεκα νερόμυλους στα πόδια του. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η τεχνική του νερόμυλου στον Ελλάδικό χώρο, όπως και στο φαράγγι των μετέπειτα Μολάων, άρχισε να εφαρμόζεται από την Ρωμαϊκή εποχή και μετά. Θεωρείται ότι είναι από τα λίγα οχυρά που κατασκεύασαν οι Δεσπότες του Μυστρά, (τα άλλα είναι της Ζαραφώνας και της Σοχάς), το οποίο κτίστηκε στις αρχές του 15ου ή προς το τέλος του 14ου αιώνα. Η τοιχοδομία του, (με τα εσωτερικά λούκια, την καμάρα και τη στέρνα), οδηγούν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για Τουρκική κατασκευή, η οποία έγινε επάνω σε προγενέστερη Φράγκικη ή Βυζαντινή. Η άνοδος και η κάθοδος γινόταν με ξύλινες κινητές σκάλες και κρεμασμένα σχοινιά. Προφανώς κτίστηκε και για τον έλεγχο του φαραγγιού, το οποίο χρησίμευε ως δευτερεύων δρόμος επικοινωνίας ανάμεσα στις περιοχές Έλους και Μολάων.