Παυλοπέτρι
Μόλις επτακόσια μέτρα βορειοανατολικά της Ελαφονήσου ξεπροβάλλει μια νησίδα με το όνομα Παυλοπέτρι. Εκεί διατηρούνται τα κατάλοιπα ενός βυθισμένου οικισμού-της αρχαιότερης βυθισμένης πολιτείας του κόσμου, η οποία εκτείνεται σε, περίπου, 50 στρέμματα.
Ο υποθαλάσσιος αυτός οικισμός είναι προσιτός στον επισκέπτη, αφού τα νερά έχουν διαύγεια και το βάθος τους δεν ξεπερνά τα 3 μέτρα. Ο οικισμός περιλαμβάνει ακέραιες κατόψεις κτιριακών συγκροτημάτων, δρόμους, κιβωτιόσχημους και θαλαμοειδείς τάφους κ.α. Βάσει των θραυσμάτων κεραμικής που βρέθηκαν, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι πρόκειται για έναν Προϊστορικό οικισμό, ο οποίος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στην Τελική Νεολιθική περίοδο, (4500-3200 π.Χ.), και εκτείνεται χρονικά και στις τρεις εποχές της Χαλκοκρατίας. Ένα σπάνιο φαινόμενο το οποίο παρουσιάζει το Παυλοπέτρι είναι η συνεχιζόμενη κατοίκηση της τοποθεσίας από το 3000-1100 π.Χ. Ευρήματα από τον Προϊστορικό οικισμό εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νεαπόλεως. Το Παυλοπέτρι βρίσκεται στο σταυροδρόμι Ελαφόνησος-Κύθηρα-Αντικύθηρα- Κρήτη, οπότε η εμπορική σύνδεση με αυτά τα μέρη είναι πολύ πιθανή. Θραύσματα πίθων και υφαντικά βαρίδια επιβεβαιώνουν ένα είδος «βιοτεχνίας» της εποχής. Τα κεραμικά θραύσματα που ανασύρθηκαν έχουν επιρροές από Μινωικά, Κυθηραϊκά, Κυκλαδικά και Λακωνικά πρότυπα.
Το 1904, ο γεωλόγος Φωκίωνας Νέγρης, (πρώτος Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών), ήταν αυτός που παρατήρησε τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού. Οι παρατηρήσεις του επιβεβαιώθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα με την επίσκεψη του ωκεανογράφου Νίκολας Φλέμινγκ, (Nicholas Flemming), το 1967. Το 1968, οργανώθηκε μία αποστολή από την ομάδα υποβρύχιας εξερεύνησης του Πανεπιστημίου του Cambridge, όπου έγινε η λεπτομερής καταγραφή των ορατών βυθισμένων καταλοίπων με την βοήθεια ενός είδους δικτυωτού πλέγματος αποτελούμενου από τεμνόμενες γραμμές. Στην έρευνα συμμετείχε και ελληνική αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Άγγελο Δεληβοριά. Η έρευνα αυτή δεν προχώρησε σε ανασκαφή του χώρου, παρά μόνο στην επιφανειακή περισυλλογή ευρημάτων.
Ανάμεσα στα οικοδομήματα που βρέθηκαν δεν υπάρχουν ούτε δύο που να είναι ίδια, με μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό ένα μεγάλο κεντρικό δωμάτιο, (συνήθως ορθογώνιο), με μία αυλή. Ανάμεσα στα κτίσματα υπάρχει και ένα ιδιαίτερης τεχνοτροπίας: στα βόρεια και νότια άκρα υπάρχουν μικρές αψίδες, ενώ η ανατολική πλευρά του κτιρίου, στην πραγματικότητα, αποτελείται από μόνο δέκα πέτρες. Τρία κωνικά κύπελλα Πρωτοελλαδικής περιόδου βρέθηκαν ανάμεσα στις πέτρες των τοίχων, στοιχείο που ίσως υποδηλώνει ότι το κτίσμα χρησίμευε για νεκρώσιμες ιεροτελεστίες. Οι δρόμοι του Παυλοπετρίου έχουν πλάτος, περίπου, 5 μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι έχουν φτιαχτεί από τις ευθείες των σπιτιών, στοιχείο δόμησης και της σύγχρονης Ελαφονήσου.
Αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του υποβρύχιου οικισμού είναι και οι σαράντα κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι βρέθηκαν ανάμεσα ή μέσα στα κτίρια, κάτω από το δάπεδο των σπιτιών, ακόμη και μέσα σε τοίχους. Αποτελούνται από τέσσερις όρθιες ασβεστολιθικές πλάκες που σχηματίζουν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, ενώ μία πέμπτη πλάκα καλύπτει την ταφή. Όλοι είναι μικροί σε μέγεθος, στοιχείο που παραπέμπει στην ταφή παιδιών. Αυτός είναι και ο λόγος που βρέθηκαν εντός των κτιρίων. Οι άνθρωποι κρατούσαν τα παιδιά που είχαν πεθάνει κοντά τους σε κάποιο χώρο του σπιτιού. Ίσως αυτό το έκαναν για να ενθαρρύνουν τη γονιμότητα στο νοικοκυριό ή για να βεβαιωθούν ότι θα έρθουν και άλλα παιδιά αργότερα.
Η αρχαιολογική ομάδα προέβη και στην χαρτογράφηση του νεκροταφείου στην ακτή της Πούντας, το οποίο περιλαμβάνει εξήντα τάφους λαξευμένους στους βράχους. Δυστυχώς, ορισμένοι τάφοι έχουν εν μέρει ή ολοκληρωτικά καταστραφεί κατά την κατασκευή του καναλιού, (που οδηγεί στη λίμνη Στρογγύλη), καθώς και από τις μετέπειτα λατομικές δραστηριότητες. Επίσης, αρκετοί από αυτούς βρίσκονται, σήμερα, κάτω από την επιφάνεια του νερού. Στην ακτή παρατηρούνται εμφανή ίχνη λατόμευσης του σχιστόλιθου, ο οποίος υπάρχει σε αφθονία σε ολόκληρη την περιοχή. Η ύπαρξη λατομείου, πιθανόν, να ανάγεται στην Ρωμαϊκή εποχή.
Μετά την έρευνα του 1968, το Παυλοπέτρι κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος. Το 2009, η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Nottingham, και την Βρετανική Σχολή Αθηνών, ξεκίνησε ένα πενταετές Πρόγραμμα για την μελέτη της ιστορίας της καταποντισμένης πόλης. Με την χρήση προηγμένης τεχνολογίας οι αρχαιολόγοι ταυτοποίησαν την γνωστή έκταση των καταλοίπων, ενώ παράλληλα, ανακάλυψαν και χαρτογράφησαν πάνω από 9000 τ.μ. νέων κτιριακών συγκροτημάτων. Ανάμεσα στα ευρήματα υπήρξαν και τέσσερις νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και μία ακάλυπτη ταφή σε πίθο. Σημαντική είναι και η ανεύρεση ορισμένων οστράκων κεραμικής που χρονολογούνται στην Πρωτογεωμετρική, Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο.
Το 2011, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική έρευνα του οικισμού. Συγκεκριμένα, έγιναν δύο τομές σε σημεία όπου ήταν εμφανή τα περιγράμματα θαμμένων πίθων. Από την πρώτη τομή ανασύρθηκαν δύο πίθοι, οι οποίοι, σήμερα, βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου στο Νιόκαστρο.
Από τη διαδικασία χρονολόγησης ραδιενεργού άνθρακα των διαδοχικών γραμμών του παραλιακού πετρώματος φαίνεται πως υπήρξε πάνω από ένα σεισμικό γεγονός το οποίο βύθισε την αρχαία πόλη. Είναι πολύ πιθανόν πως το Παυλοπέτρι βυθίστηκε σε, τουλάχιστον, τρεις διαοχικούς σεισμούς, με τον πρώτο να λαμβάνει χώρα λίγο μετά το 1000 π.Χ. Με βάση την ηλικία των αντικειμένων που υπάρχουν σε ολόκληρη την περιοχή, δίνεται η εντύπωση πως το Παυλοπέτρι έφτασε στο αποκορύφωμά του γύρω στο 1600 π.Χ. Ήταν μία πόλη με προγραμματισμένη διάταξη. Οι άνθρωποι ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, σε γειτονιές. Είχαν μεγάλα σπίτια με αυλές και δωμάτια ορόφου. Το Παυλοπέτρι ξεκίνησε από ένα μικρό ψαροχώρι και εξελίχθηκε σε έναν πολυσύχναστο λιμάνι με διασυνδέσεις, αρχικά, σε όλο το Αγαίο Πέλαγος και στη συνέχεια με την Κρήτη και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Παυλοπέτρι είναι η πρώτη βυθισμένη πόλη που επαναδημιουργήθηκε ψηφιακά σε τρεις διαστάσεις. Το έργο της αρχαιολογικής ομάδας συγκεντρώθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ το οποίο μεταδόθηκε από το BBC 2 το 2011 με τον τίτλο: «Η πόλη κάτω από τα κύματα: Παυλοπέτρι».