Το κεφαλοχώρι Ξηροκάμπι βρίσκεται νοτιοδυτικά της Σπάρτης, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων, στις ανατολικές υπώρειες του Ταϋγέτου. Έχει 1000, περίπου, κατοίκους και είναι ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής. Εκεί δεσπόζει και η υψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου, η γνωστή σε όλους Πυραμίδα ή Ταλετόν ή Προφήτης Ηλίας, με υψόμετρο 2.404 μέτρα. Η κορυφή είναι προσπελάσιμη μέσω μονοπατιού που ξεκινά από το ορειβατικό καταφύγιο, το οποίο βρίσκεται στη θέση «Βαρβάρα-Ντερέκι». Στον κεντρικό/ανατολικό Ταϋγετο, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται το Ξηροκάμπι, αναπτύχθηκαν οικισμοί που δημιουργήθηκαν μετά τον 13ο αιώνα.
Στο Ξηροκάμπι, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τα αξιόλογα κτίρια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, του 19ου αιώνα, με το δημοτικό σχολείο να ξεχωρίζει. Κοντά στο χωριό, στον χείμαρρο της Ρασίνας, μπορεί, επίσης, να δει το λίθινο, μονότοξο γεφύρι που ανάγεται στην Ελληνιστική περίοδο και το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κτίστηκε, περίπου, το 150 πΧ. και είναι το μοναδικό της εποχής του που σώζεται μέχρι σήμερα. Βρισκόταν στην Βασιλική οδό που συνέδεε την Σπάρτη με την Καρδαμύλη κατά την Ρωμαϊκή εποχή. Σε μικρή απόσταση από το αρχαίο γεφύρι βρίσκεται και το υπαίθριο αμφιθέατρο, το οποίο φιλοξενεί τα καλοκαίρια θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες.
Σε απόσταση, μόλις, 2 χιλιομέτρων από την πλατεία Ξηροκαμπίου, ο επισκέπτης μπορεί να δει την υπεραιωνόβια ελιά στην θέση «Μούσγα». Το τεράστιο δέντρο, με περίμετρο, περίπου 14 μέτρων, είναι η ιερή ελιά της Φάριδος, όπως είναι η αρχαία ονομασία της περιοχής και το όνομα του σημερινού δήμου. Για να την βρει κανείς ακολουθεί τον δρόμο από την πλατεία προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνης της Παλαιοπαναγιάς και στη συνέχεια στρίβει στην πινακίδα που γράφει Μούσγα.
Κοντά στο χωριό Ξηροκάμπι, αρχαιολογικές έρευνες, (που πραγματοποιούνται από το 2009 στον λόφο του Αγίου Βασιλείου), έχουν φέρει στο φως ένα Μυκηναϊκό ανάκτορο, το οποίο ανάγεται στην Υστεροελλαδική-Μυκηναϊκή εποχή, (17ος-16ος αιώνας π.Χ), στην οποία χρονολογείται και το νεκροταφείο κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων στην κορυφή του λόφου. Τα θαμμένα οικοδομικά κατάλοιπα καλύπτουν μία έκταση, τουλάχιστον, 35 στρεμμάτων και τα κτίρια ήταν διακοσμημένα με τοιχογραφίες στις οποίες εικονίζονται Μυκηναϊκά θέματα, όπως είναι ο φτερωτός γρύπας, φυτικά κοσμήματα, σπείρες κ.α. Οι πήλινες, ενεπίγραφες πινακίδες Γραμμικής Β’ που ανευρέθησαν, διατηρήθηκαν χάρη σε πυρκαγιά που κατέστρεψε τα ανακτορικά κτίρια κατά τον 14ο αιώνα π.Χ. Στα κείμενα των πινακίδων αναφέρονται παροχές αγαθών σε ιερό ή ιερά, ανδρικά και γυναικεία ονόματα, τοπωνύμια και ο τίτλος «άναξ» στη γενική πτώση, «άνακτος». Μέσα σε δωμάτια βρέθηκαν λατρευτικά και διακοσμητικά αντικείμενα και σκεύη, (όπως πήλινα ειδώλια βοοειδών), καθώς και σφραγιδόλιθοι, Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι κ.α. Τέλος, σε ένα δωμάτιο φυλάσσονταν, (πιθανόν σε κιβώτιο από οργανικό υλικό), 21 χάλκινα ξίφη, ενώ κάτω από το δάπεδο ενός άλλου, βρέθηκε πυκνό στρώμα από οστά ζώων, αγγεία και πολύτιμα μικροαντικείμενα.