Ο οικισμός Βαφειό βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από την Σπάρτη.
Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 175 μέτρων και έχει 70, περίπου, κατοίκους. Στη θέση Βλησίδι, βόρεια από το ύψωμα Παλαιοπυργί, ανακαλύφθηκε ο περίφημος «Θησαυρός του Βαφειού», μέσα σε έναν, μεγάλων διαστάσεων, Μυκηναϊκό τάφο, (1500-1450 π.Χ).
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο Μυκηναϊκό τάφο που έχει αποκαλυφθεί σε ολόκληρη την Λακωνία και από τις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι σήμερα, κεντρίζει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Στο σημείο όπου βρέθηκε ο θολωτός τάφος, (στην βορειοανατολική κορυφή του λόφου), εικάζεται ότι βρισκόταν και η αρχαία πόλη Φάρις, η οποία αναφέρεται από τον Όμηρο και ήταν μία από τις έξι πόλεις που αποτελούσαν την Αρχαϊκή εξάπολη της Λακωνικής.
Ο θολωτός τάφος είναι υπέργειος, ενώ γύρω του έχει σχηματιστεί τεχνητός τύμβος. Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος, σχεδόν, 30 μέτρα. Το στόμιο του τάφου, που δεν ήταν φραγμένο όταν ανακαλύφθηκε, (ο τάφος είχε συληθεί), είναι κτισμένο με μεγάλες πελεκητές πέτρες, ενώ οι αρμοί καλύπτονται από κονίαμα. Ευτυχώς, οι τυμβωρύχοι δεν πρόσεξαν την ύπαρξη ενός λάκκου στο έδαφος του θαλάμου, και έτσι διασώθηκαν τα πολύτιμα αντικείμενα κατασκευασμένα από χρυσό, ελεφαντόδοτο και πολύτιμες πέτρες. Σήμερα, ο θησαυρός βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και αποτελείται, εκτός των άλλων, από 42 σφραγιδόλιθους, μαχαίρια, αιχμές δοράτων, δύο χρυσά δαχτυλίδια, ένα χρυσοκάρφωτο ξίφος, κυρτόκυκλους δίσκους που ανήκαν σε ζυγούς ψυχοστασίας, δύο αλαβάστρινα αγγεία και ένα αγγείο από άργυρο.
Ο σκελετός του λεγόμενου «Πρίγκιπα», που ανακαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του Χρήστου Τσούντα, το 1888, δεν ήταν σε πολύ κατάσταση. Στο σημείο του λαιμού και του στήθους του υπήρχαν 80 σφαιρικές χάντρες από αμέθυστο σε δύο σειρές που αποτελούσαν περιδέραιο. Στα σημεία των χεριών βρέθηκαν, από την κάθε πλευρά, 12 σφραγιδόλιθοι. Επίσης, σε κάθε χέρι, βρέθηκαν δύο χρυσά κύπελλα. Πρόκειται για τα δύο περίφημα «Χρυσά Κύπελλα του Βαφειού», με αριθμό καταλόγου 1758 και 1759. Τα κύπελλα αυτά, διακοσμημένα με παραστάσεις από κυνήγι ταύρων, μαρτυρούν τις υψηλές επιδόσεις της εποχής στην μεταλλοτεχνία. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο κύπελλο είναι διακοσμημένο με σκηνές κυνηγιού ταύρου του οποίου η σύλληψη γίνεται με δίχτυ, ενώ οι κυνηγοί τραυματίζονται. Στο δεύτερο κύπελλο παριστάνεται μία αγελάδα της οποίας το ερωτικό κάλεσμα οδηγεί τους ταύρους στην αιχμαλωσία. Τα δύο κύπελλα θεωρούνται έργο του ίδιου τεχνίτη, αν και το πρώτο φαίνεται ότι κατασκευάστηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια. Είναι διακοσμημένα με την έκτυπη τεχνική, (repousse), η οποία είναι από τις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες τεχνικές στην μεταλλοτεχνία του Αιγιακού πολιτισμού και απαιτεί τεχνίτες με μεγάλη δεξιοτεχνία. Οι λαβές είναι κατασκευασμένες χωριστά. Ανάμεσα στα δύο κύπελλα υπάρχουν μορφολογικές διαφοροποιήσεις. Το πρώτο κύπελλο παρουσιάζει χαρακτηριστικά της Μυκηναϊκής τέχνης, ενώ το δεύτερο είναι πιο κοντά στην φυσιοκρατική Μινωική παράδοση. Τέλος, η πυκνότητα των παραστάσεων και η άρτια απόδοση των σκηνών τα κατατάσσουν στα πλέον σπουδαία επιτεύγματα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Λόγω του ότι υπάρχει τοιχογραφία με παρόμοιο θέμα στο Ανάκτορο της Κνωσού, (το οποίο, όμως, αφορά άθλημα), πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, ίσως, και να είναι δημιουργήματα της Μινωικής εποχής.