Γιάννης Ρίτσος – Ποιητής
Ο διεθνούς φήμης Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, γεννήθηκε την 1η Μαϊου του 1909, στη Μονεμβασιά Λακωνίας. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθερίου Ρίτσου (με καταγωγή από την Κρήτη) και της Ελευθερίας Βουζουναρά (κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο). Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970) ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908-1995). Η οικογένεια ζούσε απέναντι από το ναό της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά σε ένα σπίτι στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.
Το 1919, ο Γιάννης Ρίτσος αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά απεβίωσαν ο αδελφός του, Μίμης, και η μητέρα του, και οι δύο από φυματίωση. Το 1924, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα». Το 1925, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδελφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα τους κι έτσι ο Ρίτσος αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην. Αρχικά εργάστηκε ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926, προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινώπορο του ίδιου έτους. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, όμως δεν φοίτησε ποτέ. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Τον Ιανουάριο του 1927, νοσηλεύτηκε στη κλινική Παπαδημητρίου και μετά από έναν μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία» (όπου έμεινε τελικά για 3 έτη). Εκεί, γνωρίστηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και με διανοούμενους της εποχής του. Παράλληλα, έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Τον Οκτώβριο του 1931, ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης (σκηνοθεσία, συμμετοχή σε παραστάσεις). Σταδιακά η υγεία του βελτιώθηκε, το ίδιο και η οικονομική του κατάσταση. Το 1932, ο πατέρας του εισήχθη στο ψυχιατρείο στο Δαφνί όπου και απεβίωσε, το 1938.
Το 1933, ο Ρίτσος συνεργάστηκε με το περιοδικό «Πρωτοπόρο», ενώ τον επόμενο χρόνο άρχισε να αρθογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Εξέδωσε, επίσης, την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ», χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμός του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε, επίσης, μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Το 1935, κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Πυραμίδες», ενώ άρχισε να εργάζεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».
Στις 9 Μαΐου του 1936, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη, αιματηρές ταραχές έλαβαν χώρα. Την επομένη, ο Ρίτσος είδε στον Ριζοσπάστη τη φωτογραφία μίας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Με αφορμή το γεγονός αυτό έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, τον «Επιτάφιο». Ο Ρίτσος ολοκλήρωσε τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδόθηκαν σε 10.000 αντίτυπα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο». Μετά την εγκαθίδρυση της διακτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά (στις 4 Αυγούστου του 1936) τα τελευταία 250 αντίτυπα κάηκαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το 1937, νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας όπου, συγκλονισμένος από την ασθένεια της αδελφής του Λούλας, έγραψε την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου». Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, έγραψε τους στίχους- εγκώμιο για τον Ρίτσο:
«Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
Να παραμερίσουμε για να περάσης».
Το 1928, κυκλοφόρησε η «Εαρινή Συμφωνία» και ο Ρίτσος ξεκίνησε να εργάζεται στο Βασιλικό Θέατρο (Εθνικό Θέατρο) όπου γνωρίστηκε με τον Μάνο Κατράκη και η φιλία τους κράτησε για πάντα. Το 1940, εξέδωσε την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», ενώ προσλήφθηκε ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή. Κατά την διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, αρνούμενος να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες του 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» (1944) πέρασε από την Λαμία, όπου συνάντησε τον Άρη Βελουχιώτη, και έφτασε μέχρι την Κοζάνη, όπου ανέβηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945, έγραψε το ποίημα «Ρωμιοσύνη», το οποίο μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, το 1966.
Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) εξορίστηκε λόγω της αριστερής του δράσης στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευτράτιο (1950-1951). Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στην γη, τα οποία μετέπειτα πήρε μαζί του στον Άγιο Ευστράτιο. Στις 30 Μαρτίου του 1952, εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης μαζί με τους συντρόφους του. Επηρεασμένος από το γεγονός, ο Ρίτσος έγραψε το ποίημα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο.
Το 1954, παντρεύτηκε με την Γαρυφαλιώ (Φαλίτσα όπως την αποκαλούσε) Γεωργιάδου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη. Το 1956, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το ποίημα «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο Γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο Ρίτσος είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή». Το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο», σηματοδοτώντας την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962, ο Ρίτσος συναντήθηκε στη Ρουμανία με τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ Ραν, του οποίου ποιήματα μετέφρασε στα ελληνικά. Κατόπιν, πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών.
Όταν ξέσπασε το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, συνελήφθη και κλείστηκε στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο («το νησί του διαβόλου») και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968, νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκο περιορισμό στο σπίτι της συζύγου του, στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970, επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από την άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου, εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο έως το τέλος του έτους, οπότε και μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Την ίδια χρονιά δέχτηκε και το μεγάλο πλήγμα του θανάτου της αδελφής του Νίνας. Αυτό το γεγονός έγινε και η αφορμή για να γράψει το ποίημα «Η Ελένη».
Το 1973, ο Ρίτσος συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, έζησε κυρίως στην Αθήνα. Το 1975, αναγορεύτηκε σε επίτημο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο Γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ», ενώ το 1976, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν», στη Μόσχα. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια, και το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης», του ΟΗΕ. Το 1987, ο δήμαρχος Αθηνών του έδωσε το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης, ενώ λίγο αργότερα του δόθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ’, στην Κύπρο.
Ο Γιάννης Ρίτσος απεβίωσε στις 11 Νοεμβρίου του 1990, σε ηλικία 81 ετών. Ενταφιάστηκε τρεις ημέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Αρκετά μάλιστα από αυτά έχουν μεταφραστεί σε σαράντα ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του, όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Το τελευταίο του ποίημα ήταν το «Τελευταίο Καλοκαίρι», το οποίο γράφτηκε λίγο μετά το καλοκαίρι του 1989, στο Καρλόβασι Σάμου. Το συγκεκριμένο ποίημα ανήκει στην ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Σφυρίγματα πλοίων», η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέδρος, το 1991, ένα χρόνο δηλαδή μετά το θάνατό του.