Επίδαυρος Λιμηρά
Η Επίδαυρος Λιμηρά ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην περιοχή της Λακωνίας. Αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις στην ανατολική Λακωνία και βρισκόταν στη βόρεια ακτή του όρμου Κρεμμύδι, λίγο βορειότερα της Μονεμβασίας. Όπως αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας, ιδρύθηκε από κατοίκους της Αργολικής Επιδαύρου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή λόγω κάποιου οιωνού κατά την διάρκεια ταξιδιού τους προς το ιερό του Ασκληπιού στην Κω. Μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή έκτισαν και ναό του Ασκληπιού. (Λακωνικά ΙΙΙ, 23,6).
Η θέση της Επιδαύρου Λιμηράς κατοικήθηκε, ήδη, από τα Προϊστορικά χρόνια. Στον χώρο της ακρόπολης έχουν βρεθεί ενδείξεις, (όστρακα), που υποδηλώνουν τη χρήση του χώρου από την Νεολιθική εποχή. Κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, στη θέση της ακροπόλεως, θα πρέπει να υπήρχε ένας σημαντικός οικισμός με μεγάλη διάρκεια ζωής. Δυστυχώς, παρ’ όλες τις ανασκαφικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί στην περιοχή δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού αυτού.
Από τον 7ο π.Χ. αιώνα, η πόλη έγινε μέρος του κράτους της Σπάρτης. Κατά την διάρκεια των Κλασικών χρόνων φαίνεται ότι η Επίδαυρος Λιμηρά ήταν η σημαντικότερη πόλη της ανατολικής ακτής της χερσονήσου του Μαλέα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του ονόματός της ως Επιδαύρου της Λακωνικής σε επιγραφή όπου αναγράφεται κατάλογος προξένων του 4ου π.Χ. αιώνα από την Καρθαία της Κέας. Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, τα έτη 424 και 414 π.Χ., καταστράφηκε δύο φορές από τους Αθηναίους, (Θουκυδίδης 4,56 και 6,105), ενώ τειχίστηκε, πιθανότατα, τον 4ο π.Χ. αιώνα ή και αργότερα.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, (ΙΙΙ, 21,7), κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, η πόλη ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων και γνώρισε μεγάλη ακμή. Την άνθηση της πόλης υποδηλώνουν και τα ευρήματα του χώρου της ακρόπολης, όπως είναι το κτίσμα με ψηφιδωτό δάπεδο και ενεπίγραφο βάθρο, (του τέλους του 2ου μ.Χ. αιώνα), που έφερε ανδριάντες της αυτοκράτειρας Ιουλίας Δόμνας και μελών της οικογενείας της. Λείψανα οικοδομημάτων της ύστερης αρχαιότητας σώζονται, κυρίως, στη νότια πλευρά της ακροπόλεως. Η πόλη παράκμασε και εγκαταλείφθηκε μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ. όταν αναπτύχθηκε η γειτονική Μονεμβασία, η οποία αποτέλεσε το νέο ισχυρό κέντρο της περιοχής.
Τα λείψανα της ακρόπολης της πόλης στην περιοχή του σύγχρονου Αγίου Ιωάννου Μονεμβασίας αποτελούν έναν από τους εντυπωσιακότερους χώρους της ανατολική Λακωνίας. Η ακρόπολη καταλαμβάνει βραχώδη λόφο κοντά στην ακτή. Τα εντυπωσιακά τείχη περικλείουν τον λόφο και την πλαγιά στα ανατολικά, νότια και δυτικά αυτού. Το σωζόμενο, σήμερα, ύψος του φτάνει, περίπου, τα 2 μέτρα. Συχνά, ατέλειες ή καταστροφές επισκευάστηκαν με την τοποθέτηση μικρότερων λίθων. Επίσης, στα τείχη υπάρχουν δύο πύλες.
Η μία εντοπίζεται στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης, ενώ η δεύτερη βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά και συνδέεται με την αρχαία οδό που οδηγούσε, πιθανότατα, προς τη Σπάρτη. Ο Παυσανίας αναφέρει, (ΙΙΙ 23,10), ότι στο εσωτερικό της ακρόπολης υπήρχαν οι ναοί της Αφροδίτης, του Ασκληπιού και της Αθηνάς. Δυστυχώς, αν και σώζονται ερείπια των ναών, τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν ακόμη ταυτιστεί.
Τέλος, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της ακροπόλεως έγιναν αντικείμενο αναφοράς και μελέτης από πολλούς περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα, όπως είναι οι Boblaye, Castellan, Leake και Curtius, οι οποίοι αφιέρωσαν ολόκληρα κεφάλαια στην περιγραφή και αποτύπωση της αρχαίας πόλης.