Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης – Κλέφτης και Αρματολός
«Σαράντα χρόνια έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
Γλυκό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια,
τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
σε στρώμα δεν επλάγιασα, μηδέ το προσκεφάλι...
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα.
Και για καλή στην αγκαλιά... το έρμο καργιοφύλι».
Ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης (γνωστός κι ως Καπετάν Ζαχαριάς) γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1759 στο ορεινό χωριό Βαρβίτσα (Μπαρμπίτσα) και έδρασε κυρίως στη Μάνη. Καταγόταν από μεγάλη κλέφτικη οικογένεια του Μοριά και το πραγματικό του όνομα ήταν Ζαχαριάς Παντελεάκος.
Σε ηλικία 15 ετών, κατατάχθηκε στο σώμα τον Αρματολών για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του και του αδελφού του, τον οποίο δολοφόνησαν «σπαχήδες» (Τούρκοι ιππείς). Στα 18 του χρόνια συγκρότησε δικό του ένοπλο σώμα («ασκέρι») υψώνοντας δική του σημαία («μπαϊράκι») όπου στο επάνω μέρος ήταν κόκκινη, στο κάτω μαύρη και στο μέσον άσπρη με έναν σταυρό και τον τίτλο: «Ή Αίμα Ή Ελευθερία Ή Θάνατος». Η φήμη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη εδραιώθηκε με τη μάχη του Σάλεσι (1781) ενώ στρατολόγησε στο αρματολίκι του και σπουδαίους αγωνιστές όπως ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Βερούσης (πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου) κ.α. Από κάποιους μελετητές έχει, μάλιστα, διασωθεί η τελετουργία μύησης ενός παλικαριού στο σώμα του Ζαχαριά, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο καπετάνιος εγκλώβιζε τον άντρα με μια λαβή στον λαιμό και τον ξύριζε χωρίς σαπούνι και νερό. Εάν ο άντρας υπέμενε την σκληρή αυτή δοκιμασία χωρίς την παραμικρή κραυγή πόνου, τότε γινόταν δεκτός.
Το 1785, αποτέλεσε χρονολογία-σταθμό στη ζωή του Μπαρμπιτσιώτη, με την δημιουργία της Αρματολικής Ομοσπονδίας, η οποία προέβλεπε την ύπαρξη μιας ομάδας κλεφτών σε κάθε μία από τις 24 επαρχίες του Μοριά που θα έδρευαν στα βουνά της Πελοποννήσου.
Ο Καπετάν Ζαχαριάς ήταν ένας από τους μεγάλους προδρόμους του 1821 και γύρω από το πρόσωπό του αναπτύχθηκε ένας θρύλος. Μάλιστα, αρκετοί είναι οι ιστορικοί που τον παρουσιάζουν ως αρχηγό ομοσπονδίας αρματολών στην Πελοπόννησο. Δολοφονήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1805 στα Τσέρια από ανθρώπους του Μούρτζινου, στον πύργο του κουμπάρου του, Κουκέα. Συγκεκριμένα, καθώς ανέβαινε τη σκάλα, τρεις άντρες τον πυροβόλησαν με «τρομπόνια» (ναυτικά τουφέκια) σκοτώνοντάς τον ακαριαία, ενώ στη συνέχεια, ο κουμπάρος του Κουκέας, μετέφερε το κεφάλι του στη Τριπολιτσά.
Ξένοι περιηγητές, όπως ο Γιάκομπ Σάλομον Μπαρτόλντυ και ο Τζον Σίμπθορπ (John Sibthorp) τον αναφέρουν ως τον πιο γενναίο, ανήσυχο και άσπλαχνο από όλους, ενώ οι Τούρκοι έλεγαν για αυτόν: “Ne geldi, ne gelecek” που σε ελεύθερη μετάφραση θα πει ότι δεν υπήρχε ούτε θα υπάρξει άλλος τέτοιος άνδρας. Τέλος, ο φίλος του Κοντάκης, σε επιστολές του τον περιγράφει ως άνδρα με ασύγκριτες σωματικές δυνάμεις, μεσαίου αναστήματος, με καστανά σγουρά μαλλιά και σκούρα μάτια, που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ανώτερη παρουσία από τη δική του, ενώ προτιμούσε να πεθάνει από το να σκύψει το κεφάλι. Χαρακτηριστική είναι και η επιστολή του Καπετάν Ζαχαριά προς τους κοτζαμπάσηδες που τελειώνει ως: «[...] Μου γράφετε ότι θα χαθούν τα χωριά σας. Στάχτη να γίνουν. Ντουφέκι και σπαθί ή να ελευθερωθούμε ή να χαθούμε». (Εθνική Βιβλιοθήκη, φάκελος χειρόγραφων, αριθμός 2133, αριθμός εγγράφου 5062).