Το Γύθειο είναι μία ιστορική κωμόπολη κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Λαρύσιο, (Ακούμαρος ή Κούμαρος κατά τους ντόπιους), 42 χιλιόμετρα από την Σπάρτη. Αποτελεί πρωτεύουσα του Δήμου Ανατολικής Μάνης και είναι έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης. Πρόκειται για το κυριότερο λιμάνι του Λακωνικού Κόλπου και το δεύτερο της νότιας Πελοποννήσου, μετά την Καλαμάτα.
Η πόλη του Γυθείου, με το νησιώτικο χρώμα, είναι ιδανική για βόλτα στα γραφικά σοκάκια με τα παραδοσιακά νεοκλασικά κτίρια, αμφιθεατρικά κτισμένα στον λόφο του Ακούμαρου. Ο επισκέπτης, εδώ, μπορεί να βρει πολλά ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, καθώς και κάμπινγκ. Γύρω από το λιμάνι υπάρχουν παραδοσιακές ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και μπαρ για την νυχτερινή του διασκέδαση. Στις 14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του Τιμίου Σταυρού, πραγματοποιείται μεγάλο πανηγύρι που συγκεντρώνει κόσμο από ολόκληρη την Μάνη. Το λιμάνι του Γυθείου, παρά την πλεονεκτική του θέση, είναι αβαθές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προσδέσουν σε αυτό μεγάλα εμπορικά ή τουριστικά πλοία.
Κατά τον Παυσανία, το όνομα Γύθειο σήμαινε «Γη των θεών», από την ομηρική λέξη τετράγυον, «Γύον» (Γη) + θεός. Λέγεται ότι κατά το κτίσιμο της πόλης, ο Ηρακλής έχοντας κλέψει τον μαντικό τρίποδα από το μαντείο των Δελφών, ήρθε σε σύγκρουση με τον Απόλλωνα. Επειδή, όμως, δεν έβγαινε κάποιο αποτέλεσμα από τον αγώνα, αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας, ονόμασαν την πόλη «Γη των θεών» για να τιμώνται και οι δύο.
Κατά την αρχαιότητα, το Γύθειο αποτελούσε εμπορικό λιμάνι των Φοινίκων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν κοχύλια, ενώ οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν το Γύθειο ως ναύσταθμο. Πιο συγκεκριμένα, η πόλη αποτελούσε το επίνειο της Σπάρτης, ενώ την περίοδο 195 π.Χ.-297 μ.Χ. φέρεται ανεξάρτητη από την Σπάρτη, πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων. Ως τοπωνύμιο το Γύθειο πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο αιώνα π.Χ. Πρώτη αναφορά κάνει ο Θουκυδίδης, (1,108).
Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται, (από το 1896), μέσω μίας προβλήτας με ένα μικρό νησί, την αρχαία Κρανάη ή Μαραθονήσι. Σύμφωνα με τον Παυσανία, εκεί πέρασαν ο Πάρις και η Ωραία Ελένη την πρώτη τους νύχτα πριν φτάσουν στην Τροία. Ο Πάρις ξέχασε εκεί το κράνος του και έτσι πήρε το νησάκι το όνομά του. Στο νησάκι Κρανάη, από το 1829, στέκει ο παραδοσιακός, πέτρινος πύργος του οπλαρχηγού και τρίτου μπέη της Μάνης Τζαννετάκη Γρηγοράκη, που σήμερα λειτουργεί ως Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο της Μάνης.
Το 375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος σεισμός, όπου το παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του Λακωνικού Κόλπου πνίγοντας τους κατοίκους του. Από την παλαιά πόλη έμεινε μόνο ένα τμήμα που σήμερα ονομάζεται «Παλαιόπολη» και είναι το βορειοανατολικό τμήμα του σημερινού Γυθείου. Σε αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό, βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα αγαλμάτων και θεμέλια οικοδομών.
Με το πέρασμα των αιώνων οι επιχώσεις των χειμάρρων των γύρω υψωμάτων έθαψαν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας πόλης. Έτσι, κατά τον Μεσαίωνα, το Γύθειο ήταν εντελώς ξεχασμένο. Η περιοχή που προϋπήρξε ονομάστηκε «Μαραθονήσι», από το μυρωδικό φυτό μάραθο, που υπήρχε στο νησάκι Κρανάη και την γύρω στεριά. Κατά τον 17ο αιώνα, οι Μανιάτες που κατοικούσαν στην ενδοχώρα δεν πλησίαζαν την περιοχή, αποφεύγοντας τον κίνδυνο της θανατηφόρας ελονοσίας, καθώς και τις επιδρομές των Οθωμανών κουρσάρων. Το 1685, οι Ενετοί που ήταν σε πόλεμο με τους Τούρκους, κατέλαβαν το Κάστρο του Πασσαβά, εξασφαλίζοντας στους Μανιάτες ελεύθερη επικοινωνία με το Μαραθονήσι, το οποίο και ξεκίνησαν σταδιακά να κατοικούν. Μάλιστα, δύο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1687, όταν ο Βενετός στρατηγός Πολάνι, βοηθούμενος από τους Μανιάτες, επιχειρούσε την κατάληψη του Μυστρά, ο ναύαρχος Μοροζίνι κατέπλευσε στον όρμο του Μαραθονησίου. Τέλος, στις 23 Μαρτίου του 1821, οι Γρηγοράκηδες, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, ύψωσαν στο Μαραθονήσι-Γύθειο την σημαία της Επαναστάσεως.