Νικηφόρος Βρεττάκος – Ποιητής
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1912 στις Κροκεές (Λεβέτσοβα) της Λακωνίας. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Γυθείου, όπου την ίδια περίοδο φοιτούσε και ο Γιάννης Ρίτσος. Τον Δεκέμβριο του 1929, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο, « Κάτω από σκιές και φώτα». Το 1933, εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων». Οι ποιητικές του συλλογές κέντρισαν το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ζήτησε να τον γνωρίσει. Το 1938, παρουσίασε το πρώτο πεζό του έργο με τίτλο «Το γυμνό παιδί». Το 1940, τιμήθηκε για πρώτη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του, «Το μεσουράνημα της φωτιάς». Την επόμενη χρονιά, το 1956, δημοσίευσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951» για τον οποίο τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το 1948, γνωρίστηκε με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος την ζωής του. Την ίδια περίοδο, ανέλαβε την αρχισυνταξία του λογοτεχνικού περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα». Παράλληλα με το λογοτεχνικό του έργο εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Αλλαγή», «Ανεξάρτητος Τύπος», «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Καθημερινά Νέα», «Μάχη», «Ώρα», καθώς και στα περιοδικά «Επιστήμη και Ζωή» και «Ελληνικά Χρονικά».
Το 1955, ο Νικηφόρος Βρεττάκος εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά (όπου και διέμενε) συμβάλλοντας σημαντικά από τη θέση αυτή στην αναβάθμιση της πόλης, κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, της Δημοτικής Πινακοθήκης).
Το 1967, μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε ανά την Ευρώπη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε φεστιβάλ ποίησης, ενώ τιμήθηκε από Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969, στη Νέα Υόρκη. Το 1974, τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη από την Ακαδημία Αθηνών και τον Φεβρουάριο του 1986 ανακηρύχθηκε μέλος της. Αναγορεύτηκε επίσης επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Απεβίωσε στις 4 Αυγούστου του 1991 στο οικογενειακό του κτήμα στη Πλουμίτσα Κροκεών και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο «ποιητής του φωτός και της αγάπης» υπήρξε πιστός υπηρέτης της ποίησης. Οι ποιητικές του συλλογές εξυμνούν την αγάπη και την ανθρωπότητα, ενώ στοιχεία όπως η θρησκευτικότητα και η φύση είναι έντονα στα ποιήματά του. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε δηλώσει πως: «Αν δε μου έδινες την ποίηση, Κύριε, δε θα’χα τίποτα για να ζήσω». Τέλος, πολλά ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα Τουρκικά, τα Ρουμανικά και τα Ρωσικά, ενώ μετά από επιθυμία του ιδίου, σήμερα το Αρχείο του φιλοξενείται στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Σπάρτης.