Χαρίλαος Βασιλάκος–Αθλητής Στίβου, Ολυμπιονίκης
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος γεννήθηκε το 1877 στον Πειραιά και καταγόταν από το μικρό, ορεινό χωριό Λυγερέας της Λακωνίας. Ήταν εγγονός του Βασίλη Βασιλάκου, οπλαρχηγού των Λυγεριωτών στη μάχη του Πολυαράβου (28 Αυγούστου 1826). Ο Χαρίλαος έχασε τον πατέρα του, Μιχάλη, σε πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει με την μητέρα του και έναν θείο του στον Πειραιά. Παρά τις δυσκολίες και την εντατική ενασχόλησή του με τον αθλητισμό ήταν άριστος μαθητής. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών και σε ηλικία 20 ετών εργαζόταν ήδη στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Για να προπονηθεί πήγαινε με τα πόδια από την Καστέλλα μέχρι την Αθήνα, διότι δεν του έδινε ο θείος του χρήματα για τις μετακινήσεις με τα μέσα. Η καθημερινή του προπόνηση γινόταν είτε στον «Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο» είτε στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Στις 10 Μαρτίου του 1896 διεξήχθησαν οι πρώτοι σύγχρονοι Πανελλήνιοι Αγώνες, με κυριότερο στόχο την ανάδειξη των αθλητών που θα επάνδρωναν την ελληνική ομάδα των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Στους αγώνες νικητής αναδείχθηκε ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ο οποίος τότε ήταν 20 ετών και φοιτούσε στη Νομική. Ο χρόνος που έκανε ήταν 3 ώρες και 18 λεπτά και οι εφημερίδες της εποχής τον ανέφεραν ως το μεγάλο φαβορί, τόσο για τους Πανελλήνιους Αγώνες όσο και για τον Ολυμπιακό Μαραθώνιο. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως ο αγώνας αυτός ήταν ο πρώτος Μαραθώνιος Δρόμου παγκοσμίως.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξήχθησαν στην Αθήνα στις 29 Μάϊου του 1896. Αφέτης του αγώνα ήταν ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίο πρόσταξε το «Λάβετε θέσεις» στους 17 αθλητές από 5 χώρες για να διανύσουν τα 40, τότε, χιλιόμετρα του Μαραθωνίου Δρόμου. Ανάμεσα στους αθλητές ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκης και ο Μαρουσιώτης νερουλάς, Σπύρος Λούης. Μάλιστα, όπως είχε γράψει, τότε η Ελληνική εφημερίδα του Καϊρου «Ερμής»: «…(Ο Βασιλάκος) είχεν απόφασιν ν’αυτοκτονήση εάν εκέρδιζε ξένος τον Μαραθώνειον». («Ερμής», Κάιρον, Σάββατον, 13/25 Απριλίου, 1896).
Μέχρι τα μέσα της διαδρομής ο Βασιλάκος ήταν στην πρώτη τριάδα πίσω από τους Λερμιζιό (Γαλλία) και Φλακ (Αυστραλία). Στο 32ο χιλιόμετρο εγκατέλειψε τον αγώνα ο Γάλλος δρομέας και επικεφαλής τέθηκε ο Φλακ, ο οποίος εγκατέλειψε με την σειρά του μετά από λίγο. Νικητής αναδείχθηκε ο Σπύρος Λούης, με χρόνο 2:58:50, ο οποίος εισήλθε στο Παναθηναϊκό Στάδιο εν μέσω ξέφρενων πανηγυρισμών 100.000 θεατών. Ο Χαρίλαος Βασιλάκος τερμάτισε δεύτερος, με χρόνο 3:06:03, και ήταν ένας από τους εννέα συνολικά αθλητές που κατάφεραν να τερματίσουν.
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ενδεχομένως, να ήταν ο μεγάλος αδικημένος του Ολυμπιακού Μαραθωνίου του 1896, αφού κατά την άποψη πολλών αυτοπτών μαρτύρων της εποχής, αυτός θα έπρεπε να είναι ο νικητής της πρώτης θέσης κι όχι ο Σπύρος Λούης. Μάλιστα, λέγεται ότι ο κατά την διάρκεια του μισού αγώνα ο Σπύρος Λούης είχε ανέβει σε κάρο και έτσι κατάφερε να προηγηθεί. Όταν ρωτούσαν τον Βασιλάκο για το συμβάν προτιμούσε να παραμένει σιωπηρός και όταν λίγο πριν τον θάνατό του ρωτήθηκε για μία ακόμη φορά από τον προπονητή στίβου, Όττο Σίμιτσεκ, ο ίδιος αποκρίθηκε: «Όλα συνέβησαν τότε καλώς, ουδέν μεμπτόν».
Μετά τον ιστορικό αγώνα του 1896 ο Χαρίλαος Βασιλάκου δεν σταμάτησε να υπηρετεί τον αθλητισμό από διάφορες θέσεις, συμμετέχοντας σε αγώνες ως αθλητής, κριτής, σύμβουλος και διοργανωτής. Συγκεκριμένα, συμμετείχε σε πολλούς αγώνες αντοχής, ενώ υπήρξε και ο εισηγητής του αγωνίσματος του Βάδην στην Ελλάδα, έχοντας τρέξει και κερδίσει στον πρώτο αγώνα 1 χιλιομέτρου που διοργανώθηκε το 1900 από τον «Πανελλήνιο Γυμναστικός Σύλλογο». Δυστυχώς, λόγω τραυματισμού του δεν κατάφερε να τρέξει στον επόμενο επίσημο Μαραθώνιο που διοργανώθηκε στην Ελλάδα, το 1906. Παράλληλα με τον αθλητισμό, εργαζόταν στον Τελωνειακό κλάδο επί 40 συναπτά έτη, όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό του διευθυντή.
Ο Χαρίλαος Βασιλάκος φημιζόταν για το απαράμιλλο ήθος του, την προσήλωσή του στα αθλητικά ιδεώδη, αλλά και για τον άψογο τρόπο ντυσίματος του. Κάθε πρωί συνήθιζε να ξυρίζεται στο κουρείο της Ομόνοιας «Αι Καλάμαι» και περνώντας στη συνέχεια από το ανθοπωλείο έβαζε ένα λουλούδι στο πέτο του και έφευγε για το τελωνείο στον Πειραιά, όπου εργαζόταν.
Το 1927, στο επί των οδών Βασιλέως Παύλου και Ναυάρχου Βότση οικόπεδό του (που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του) έκτισε ένα θέατρο, το οποίο και ονόμασε «Ολύμπιον». Το θέατρο λειτούργησε για 3-4 χρόνια και μέχρι το 1958 είχε κλείσει. Το 1959, με τη βοήθεια του γιου του Κώστα, μετέτρεψε το θέατρο σε κινηματογράφο δίνοντάς του την ονομασία «Ολυμπιάς». Ο κινηματογράφος έπαψε την λειτουργία του έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Χαρίλαου Βασιλάκου, το 1965.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τιμήθηκε πολλές φορές. Το 1960, για την προσφορά του στον αθλητισμό, η πολιτεία του απένειμε τον «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα». Έλαβε, επίσης τιμητικά διπλώματα και βραβεία, όπως το χρυσό μετάλλιο από το ΣΕΓΑΣ στις 23 Απριλίου του 1959 και το βραβείο του «Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου» με αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων από την ίδρυση του Συλλόγου.
Μετά την συνταξιοδότησή του, ο Χαρίλαος Βασιλάκος, έζησε μία ήσυχη ζωή με την οικογένειά του. Έμεινε στην Πλάκα μέχρι τα τέλη του 1950, ενώ αργότερα μετακόμισε στην Καστέλλα. Απεβίωσε στον Πειραιά την 1η Δεκεμβρίου του 1964, σε ηλικία 92 ετών.