Αρχαία Πελλάνα
Η Πελλάνα είναι ένα χωριό στους πρόποδες του Ταϋγέτου και βρίσκεται 24 χιλιόμετρα από την Σπάρτη. Πολύ κοντά στο χωριό, στα βορειοανατολικά, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Πελλάνας με λείψανα Πρωτοελλαδικών, Μυκηναϊκών και Ελληνιστικών χρόνων. Από την αρχαία Πελλάνα πήρε το χωριό, το 1932, την σύγχρονη ονομασία του. Παλαιότερα ονομαζόταν Καλύβια. Συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο εκδοχές για το όνομα του χωριού. Κατά την πρώτη εκδοχή, το όνομα Πελλάνα ή Πελλάνη προέρχεται από την λέξη «πέλλα» που σημαίνει «λίθος» ή «πετρώδης λόφος». Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, η Πελλάνα πήρε το όνομά της από μία κοπέλα την Πελλανία. Κατά την παράδοση, η κοπέλα πηγαίνοντας να πάρει νερό γλύστρησε και έπεσε στην πηγή. Το πέπλο που φορούσε έφτασε στη Λαγγεία πηγή, (σημερινός Ζορός). Έτσι το χωριό ονομάστηκε Πελλάνα και η πηγή Πελλανία πηγή. Κατά την μυθολογία, στην Πελλάνα κατέφυγε ο Τυνδάρεος επειδή ο αδελφός του Ιπποκόωντας του έκλεψε τον θρόνο της Σπάρτης. Ο Τυνδάρεος γέννησε στην Πελλάνα, μαζί με την όμορφη Λήδα, τα δίδυμα αδέλφια Κάστορα και Πολυδεύκη, (τους γνωστούς Διόσκουρους), καθώς και την Ελένη και την Κλυταιμνήστρα.
Κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, κτίστηκαν μεγάλοι θολωτοί τάφοι, ενώ κατά τον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ., όταν η Σπάρτη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο τοίχισε την ακρόπολη της Πελλάνας. Ο Παυσανίας, στα Λακωνικά, αναφέρει το τείχος, καθώς και το ιερό του Ασκληπιού, το οποίο βρίσκεται νότια της Πελλανίδας πηγής. Σήμερα, σώζονται σπόνδυλοι ραβδωτών κιόνων, ενώ κοντά στην πηγή βρέθηκαν αγγεία, είδωλα και αφιερώματα στον Ασκληπιό ή σε κάποια Νύμφη. Με άλλα λόγια, κατά τους ιστορικούς χρόνους, η αρχαία Πελλάνα ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο της Σπάρτης, μιας και βρισκόταν στην μοναδική ομαλή θέση προς την Αρκαδία. Η ανάπτυξή της συμβάδιζε με την ανάπτυξη της Σπάρτης, ενώ όταν αυτή παρέκμασε, το ίδιο συνέβη και στην Πελλάνα.
Ο Ξενοφών την ονομάζει Πελλήνη, (Ελλ. 7,5,9), ενώ ο Στράβων την αναφέρει ως Πέλλανα, (VIII,5). Πελλήνη ονομάζει την πόλη και ο Πλούταρχος, (Άγις, 8). Ο πρώτος που αναφέρεται στην Πελλάνα, κατά τα νεότερα χρόνια, είναι ο αρχαιολόγος Ληκ, (Leake), ο οποίος, το 1808, εντόπισε ερείπια τείχους Ελληνικής πόλης στον πετρώδη λόφο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Εδώ υπάρχουν ερείπια τείχους Ελληνικής πόλεως που στην ακμή της είχε πλέον τας 5000 κατοίκους και δέσποζε όλης της ωραίας και καταφύτου πεδιάδας μεταξύ Ταϋγέτου και Πάρνωνα εκτάσεως, 100 χιλιάδων στρεμμάτων περίπου».
Στην Πελλάνα έσκαψε για πρώτη φορά ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ρωμαίος, και στην συνέχεια, το 1926, ο Θ. Καραχάλιος. Κατά την διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκε στη θέση Σπηλιές, (750 μέτρα από το κέντρο του χωριού), ένα Μυκηναϊκό νεκροταφείο. Τα αγγεία που βρέθηκαν φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης. Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκαν λαξευμένοι τέσσερις τάφοι με οστά σε αταξία. Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνει το γεγονός πως οι τάφοι φιλοξενούσαν πολλούς νεκρούς, καθώς και ότι λεηλατήθηκαν σε παλαιότερες εποχές. Ο μεγαλύτερος από όλους είναι βασιλικός των Πρώιμων Μυκηναϊκών χρόνων και χρονολογείται γύρω στο 1500 π.Χ. Ο θόλος του έχει διάμετρο πάνω από 10 μέτρα, ενώ η στέγη του έχει καταρρεύσει και, σήμερα, προστατεύεται με μία μεταλλική οροφή. Κατα πάσα πιθανότητα, ανήκει στον Τυνδάρεο ή στον Μενέλαο. Κατά την δεκαετία του 1950, στην θέση Μπεζεσθένεια, βρέθηκε πλακόστρωτο Βυζαντινής εποχής, καθώς και αρχαίοι τάφοι. Αργότερα, στην ίδια θέση, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως νομίσματα, τμήματα αγγείων και δύο αγάλματα. Δυστυχώς, τα αγάλματα δεν υπάρχουν σήμερα.
Στην νότια πλαγιά του λόφου Παλαιόκαστρο, αποκαλύφθηκαν λείψανα κατοίκησης Πρωτοελλαδικών χρόνων, περί το 2500 π.Χ. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για το Ανάκτορο του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς ο Όμηρος στην Οδύσσεια, με αφορμή την επίσκεψη του Τηλεμάχου και του Πεισίστρατου στην Λακεδαίμονα λίγο πριν από το τέλος του Μυκηναϊκού κράτους. Το Ανάκτορο αποτελείται από το μεγάλο Μέγαρο και ένα συγκρότημα ιερών, αποθηκών, εργαστηρίων και άλλων λειτουργικών χώρων. Τέλος, στην ακρόπολη της Πελλάνας υπάρχουν τμήματα τείχους της Ελληνιστικής περιόδου και κατάλοιπα των χρόνων της Φραγκοκρατίας.