Νίκος Ζαχαρίου–Λυρικός βαθύφωνος
Ο Νίκος Ζαχαρίου γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1923 στον Πειραιά με καταγωγή εκ μητρός από το χωριό Λάχι της Λακωνίας. Ο πρόωρος θάνατος των γονιών του ανάγκασε τον ίδιο και τα αδέλφια του, Δημήτρη και Βαρβάρα, να μεγαλώσουν με την θεία τους. Η ιδιαίτερη σχέση της θείας του με την εκκλησία πιθανόν να τον οδήγησε στο να γίνει, αρχικά, μέλος της χορωδίας της Αγίας Τριάδας στον Πειραιά και στην συνέχεια της χορωδίας Πειραιώς, υπό την διεύθυνση του μουσουργού Μενελάου Παλλάντιου. Η ενασχόληση του Νίκου Ζαχαρίου με το τραγούδι ξεκίνησε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, όταν παρακολούθησε μαθήματα φωνητικής στο πλευρό του Μίλτου Βιθηνού. Συνέχισε τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο του Μανώλη Καλομοίρη από όπου αποφοίτησε με άριστα παμψηφεί και με τιμητική διάκριση.
Το 1943, προσελήφθη στη χορωδία της Λυρικής Σκηνής και από το 1950 συμμετείχε σποραδικά ως σολίστ σε διάφορες όπερες και οπερέτες. Το 1953, εμφανίστηκε σε συναυλίες στο αρχαίο θέατρο της Πάτρας και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετέβη στην Ιταλία για να τελειοποιήσει τις φωνητικές του ικανότητες στη Σχολή Τραγουδιού της Σκάλας του Μιλάνου (Accademia Teatro alla Scala). Στις 16 Δεκεμβρίου του 1953, ο Nicola Zaccaria (όπως ήταν το ψευδώνυμο που υιοθέτησε έκτοτε) έκανε το ντεμπούτο του στη Σκάλα του Μιλάνου ως Σπαραφουτσίλε στον Ριγκολέττο (Rigoletto) του Τζουζέπε Βέρντι (Giuseppe Verdi).
Μετά από πολλές εμφανίσεις στη Σκάλα και στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου (Κρατική Όπερα Βιέννης, Όπερα Παρισίων, Βερολίνου κ.α.) ο Νίκος Ζαχαρίου επέστρεψε στην Ελλάδα ως σολίστ σε διάφορες μεγάλες παραγωγές στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο. Συγκεκριμένα στην Επίδαυρο έλαβε μέρος στη μνημειώδη εκτέλεση του Ρέκβιεμ (Requiem) του Βέρντι συμπράττοντας με τους Κάρλο Μπεργκόντσι (Carlo Bergonzi) και Ρενάτα Σκότο (Renata Scotto) την Φιλαρμονική του Βερολίνου και την χορωδία Musikverein της Βιέννης.
Ο Νίκος Ζαχαρίου καθιερώθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς βαθύφωνους του κόσμου με ένα ευρύ ρεπερτόριο που περιελάμβανε έργα συνθετών όπως είναι ο Μότσαρτ, ο Βάγκνερ, ο Ροσίνι, ο Βέρντι και πολλοί ακόμη. Ο λυρικός καλλιτέχνης που δόξασε το όνομα της Ελλάδας στα πέρατα του κόσμου είχε ηχογραφήσει περισσότερους από σαράντα δίσκους με τις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες παγκοσμίως (χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Gulio Mauri) ενώ είχε τραγουδήσει και σε πολλά ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπως το φεστιβάλ του Salzburg, Endimburg και Aix-en-Provence. Χαρακτηριστικά, ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος είχε δηλώσει για το μεγαλείο της φωνής του Νίκου Ζαχαρίου ότι: «... Φτάνει μόνο το άκουσμα της μελωδίας της φωνής του για να γεμίσει η ψυχή μας με ό,τι πλούσιο και σπάνιο μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος». (Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.07.2007).
Ξεχωριστή θέση στη σταδιδρομία του Νίκου Ζαχαρίου αποτέλεσε η αδιάκοπη και στενή συνεργασία του με την Μαρία Κάλλας σε 14 όπερες. Η πρώτη τους κοινή εμφάνιση έγινε το 1955 στη Σκάλα του Μιλάνου με την όπερα Λουτσία ντι Λαμερμούρ (Lucia di Lammermoor) του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (Gaetano Donizetti) υπό την διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν (Herbert von Karajan).
Το 1996, ο Νίκος Ζαχαρίου τιμήθηκε από το Ιταλικό κράτος και χρίσθηκε ως «Ιππότης της Ιταλικής Δημοκρατίας» για την τριαντάχρονη συνεργασία και προσφορά του στο Λυρικό Θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου. Επίσης, το 2002, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, του απένειμε τον «Χρυσούν Σταυρό του Τάγματος της Τιμής». Χτυπημένος από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, ο Νίκος Ζαχαρίου απεβίωσε στις 24 Ιουλίου του 2007 στην Αθήνα, σε ηλικία 84 ετών.