Τζιοκόντο Μορέττι
Ο αρχιμουσικός Τζιοκόντο Μορέττι (Giocondo Moretti) γεννήθηκε το 1867 στην μικρή πόλη Pozzuolo, κοντά στην Περούτζια της Ιταλίας, από ευγενείς γονείς που του έδωσαν υψηλή μόρφωση, ειδικά στην μουσική. Επικρατούν διάφορες εκδοχές για το πώς εγκαταστάθηκε στο Γύθειο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήρθε καλεσμένος της ελληνικής κυβέρνησης για να επενδύσει μουσικά την Ολυμπιάδα του 1896 ή ότι ήρθε με σκοπό να αναλάβει μαέστρος στην μπάντα της ιταλικής παροικίας της Πάτρας καταλήγοντας, τελικά, στο Γύθειο. Κατά μία άλλη εκδοχή, η κύρια αιτία ήταν μία ερωτική ατυχία (λέγεται ότι η τότε μνηστή του Μορέττι ξεψύχισε στην αγκαλιά του) που τον οδήγησε στο να «αυτοεξορισθεί» στο Γύθειο.
Ο Τζιοκόντο Μορέττι δεν ήταν απλώς ένας μουσικός που ανέλαβε την μπάντα του Γυθείου. Ήταν ένας άνθρωπος με ήθος και τόλμη, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την καχυποψία της κλειστής συντηριτικής κοινωνίας της μικρής πόλης, οι κάτοικοι της οποίας είχαν ελάχιστη σχέση με τη μουσική (με εξαίρεση τις ισχυρές οικονομικά οικογένειες). Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Γύθειο το 1897, σε ηλικία 30 ετών, όπου παντρεύτηκε την Δήμητρα Βουζουναρά (το γένος Κοκκινάκη) με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Τζελίνα (η οποία μεγαλώνοντας έμαθε να παίζει πιάνο). Μαζί του ο Μορέττι έφερε ένα μεγάλο πιάνο και τριάντα ακόμη μουσικά όργανα στήνοντας ένα Ωδείο στον πρώτο όρφο της οικίας του (απέναντι από το ναό του Αγίου Γεωργίου) έχοντας από τότε οραματιστεί την πρώτη μπάντα του Γυθείου.
Το 1900, ο Μορέττι είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει μαθητές και μουσικούς, ανάμεσα σε τσαγκάρηδες, βαρκάρηδες και μικροεπαγγελματίες και με το πέρασμα του χρόνου η μπάντα του Γυθείου έγινε ανάρπαστη στην ευρύτερη περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, κατά την προπολεμική περίοδο, όλα τα σπίτια του Γυθείου είχαν τουλάχιστον από ένα άτομο που ασχολείτο με την μουσική παίζοντας κάποιο όργανο (κυρίως μαντολίνο, φλάουτο, βιολί, κιθάρα και πιάνο). Μετά το 1920, η μπάντα του Τζιοκόντο Μορέττι γνώρισε τη μέγιστη άνθησή της, ενώ δημιουργήθηκε και μπάντα Μαντολινάτας (ορχηστρικό σύνολο από μαντολίνα). Κάθε Κυριακή του καλοκαιριού στις 12 η ώρα το βράδυ, ο Μορέττι είχε καθιερώσει να βγαίνει με την μπάντα του στην κεντρική πλατεία του Γυθείου και να παίζει μουσική. Ήταν το γνωστό “Mezzanotte” που στα ιταλικά σημαίνει «μεσάνυχτα» και έκανε τα γραφικά σοκάκια του Γυθείου να πλημμυρίζουν από χαμογελαστά πρόσωπα.
Το 1925, ιδρύθηκε στις Κροκεές (Λεβέτσοβα) ο «Σύλλογος Φιλοπροόδων Κροκεατών» με σκοπό τη δημιουργία φιλαρμονικής μπάντας πνευστών οργάνων. Αρχιμουσικός ανέλαβε ο Τζιοκόντο Μορέττι από το 1926 έως το 1930 (παράλληλα με το Γύθειο). Μάλιστα, έκανε τη διαδρομή Γύθειο-Κροκεές-Γύθειο με το ποδήλατό του, τρεις φορές την εβδομάδα (διανύοντας μία απόσταση 40 χιλιομέτρων).
Το βασικό προσωπικό όργανο του αρχιμουσικού ήταν το πνευστό όμποε (οξύαυλος) και το κλαρίνο, τα οποία έπαιζε μονάχα σε πρόβες και ποτέ δημοσίως. Ο Τζιοκόντο Μορέττι παρέμεινε πάντα ένας μαέστρος ντυμμένος με τη χαρακτηριστική στολή και το λοφίο. Έμεινε πάντοτε πιστός στα ιδανικά του και στον τόπο που τον άνδρωσε και δεν εγκατέλειψε ποτέ το Γύθειο για να αναλάβει κάποια μπάντα με μεγαλύτερο εύρος και κοινό, όπως ήταν το αθηναϊκό.
Τον Αύγουστο του 1940 πραγματοποιήθηκε στο Γύθειο μία μεγάλη βραδιά αφιερωμένη στα 40 χρόνια προσφοράς του Μορέττι, ο οποίος τότε ήταν 73 ετών. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, μετήχθη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αθήνα και το καλοκαίρι του 1941 κατέληξε στη Σπάρτη όπου διέμενε ο γαμπρός του, Αντώνης Ζερβομπεάκος. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Μορέττι πήγε στο νεκροταφείο της Σπάρτης όπου αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του, πιθανών για να μην ζήσει την εκτέλεση του γαμπρού του από τους Γερμανούς στο Μονοδένδρι.
Πηγές:
- Νίκος Παναγόπουλος, «Το προπολεμικό Γύθειο», Αθήναι, 1993.
- https://www.vasiliswordpress.com (Βασίλης Πουλημενάκος)