Παπα-Καλομοίρης–Ιερέας, Οπλαρχηγός
Ο παπα-Καλομοίρης (κατά κόσμον Ιωάννης Καλομοίρης) γεννήθηκε στο μικρό χωριό Βορδόνια της Λακωνίας και ήταν γιος του Γεωργίου Καλομοίρη και της Μαρουδίτσας (το γένος Κωνσταντίνου Πολυδώρου). Κατά την προπαρασκευή του Αγώνα διετέλεσε εφημέριος Βορδονίας, κατέχοντας τον ιερατικό βαθμό του οικονόμου, για αυτό και συχνά υπέγραφε ως Οικονόμος Καλομοίρης.
Λέγεται ότι σε πολύ μικρή ηλικία συμμετείχε στην εξέγερση του Μυστρά, το 1769, (περίοδος των Ορλωφικών). Ο παπα-Καλομοίρης μυήθηκε, πιθανών από τον Αναγνωσταρά ή τον Παπαφλέσσα, στη Φιλική Εταιρεία, στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου (Επάνω Χώρα Βορδονίας) τον οποίο αργότερα και χρησιμοποίησε ως κέντρο κατήχησης των συντοπιτών του στην ιδέα της Επανάστασης.
Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Μελέτιο Γαλανόπουλο, ο παπα-Καλομοίρης ανήγγειλε την έναρξη του Αγώνα με έναν πυροβολισμό ρίχνοντας με ένα μικρό όπλο («τρομπόνι») από το παράθυρο του σπιτιού του: «Το ιστορικόν αυτό τρομπόνι σώζεται ακόμη μέχρι σήμερον εις την κώμην Βορδώνιαν, χρησιμοποιούμενον κατά τας εορτασίμους μεγάλας ημέρας προς χαιρετισμόν και λαμπρότερον πανηγυρισμόν αυτών». (Μελέτιος Γαλανόπουλος, «Εκκλησιαστικαί σελίδες Λαώνίας», Αθήναι, 1939, σελ. 52). Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως το ιστορικό αυτό «τρομπόνι» σωζόταν έως τα προπολεμικά χρόνια (1930-1940). Κατά μία άλλη εκδοχή, ο παπα-Καλομοίρης, αφού νωρίτερα είχε τελέσει λειτουργία, ευλογώντας τα όπλα των επαναστατών, κήρυξε τον Αγώνα υψώνοντας λάβαρο με την εικόνα της Ανάστασης, στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Ο παπα-Καλομοίρης κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στους καπεταναίους της περιοχής και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης συμμετείχε σε πολλές μάχες στο Ναύπλιο, το Άργος, την Πάτρα, τα Δερβενάκια και την Ακροκόρινθο. Στο πεδίο των μαχών διακρίθηκε για την ανδρεία του, κερδίζοντας επάξια την εκτίμηση του Δημητρίου Υψηλάντη, στο πλευρό του οποίου συμμετείχε στα πολεμικά συμβούλια.
Στις 12 Αυγούστου του 1822, ο Βορδονιάτης οπλαρχηγός έπεσε ηρωικά μαχόμενος στη μάχη των Βσιλικών Σικυώνας (κοντά στην Κόρινθο) κατά του Δράμαλη. Λέγεται πως οι Οθωμανοί αρχικά του ξερίζωσαν τούφες από το μούσι του και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν, περιφέροντας το κεφάλι του ως τρόπαιο στην κορυφή ενός πολεμικού λαβάρου. Αφού το διαπόμπευσαν, το έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’, έχοντας νωρίτερα ανταμειφθεί για την πράξη τους, από τον πασά της Κορίνθου, με 30.000 γρόσια. Όπως υποστηρίζεται, το σώμα του βρέθηκε αργότερα κι ο Κολοκοτρώνης, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, φρόντισαν να ταφεί με στρατιωτικές τιμές κοντά στο μικρό ναό της Αγίας Παρασκευής. («Μέντωρ», «Ο παπα-Καλομοίρης», «Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον», 1909, Αθήναι-Σπάρτη, 1909, σελ. 92).
Για τον θάνατο του παπα-Καλομοίρη μιλάει ένα δημοτικό τραγούδι, το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον» του 1904. Το δημοτικό αυτό τραγούδι κατέγραψε και διέσωσε ο Σπαρτιάτης λαογράφος, ποιητής και δημοσιογράφος Άγις Θέρος (1875-1961) το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Σπύρος Θεοδωρόπουλος:
«Τρίτη,Τετάρτη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη’ χε ξημερώσει.
Σκοτώθη ένας ντελή-παπάς, ο παπα-Καλομοίρης,
που ’ταν άξιος στον πόλεμο, άξιος οικονόμος.
Σούρνει μπαϊράκι κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο,
σούρνει και τ’ αδελφούλια του που ήτανε παλικάρια,
που ήταν αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα.
Ψιλή φωνίτσαν έσουρε και βαρυαναστενάζει,
των αδερφιών του φώναξε, των αδερφιών του λέει:
-Πού είσαι, Νικόλα μου, αδερφέ και συ Παρασκευά μου,
κι εσύ, Γιώργη παιδάκι μου, ογρήγορα προφτάστε,
φτάστε το γληγορότερο, για να με καταφτάστε,
να πάρτε το κεφάλι μου, να πάρτε τ’ άρματά μου,
να πάρτε το κεμέρι μου με δεκοχτώ χιλιάδες.
Να ειπήτε των παιδιώνε μου να μη με παντυχαίνουν,
ποτέ να μη με καρτερούν, να μη με περιμένουν,
τι εμένα μ’ έβαλε ο πασάς στη Θήβα μπαϊριαχτάρη,
στους πεθαμένους Μπίρμπαση, στους ζωντανούς να κρένω».