Μυστράς
Ο Μυστράς, γνωστός και ως «Μυζηθράς» απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από την Σπάρτη και θεωρείται ένας από τους καλύτερους εκφραστές του Βυζαντινού πολιτισμού.
Ο χώρος, βόρεια του Ταϋγέτου, αποτελείται από το Μεσαιωνικό κάστρο και τον οχειρωμένο οικισμό που κλείνει μέσα στα τείχη του μονές, εκκλησίες, παρεκκλήσια, οικίες και παλάτια.
Το όνομα Μυστράς ή Μυζηθράς προϋπήρχε της ίδρυσης του κάστρου και ήταν η ονομασία με την οποία αποκαλούσε το βουνό ο τοπικός πληθυσμός πριν από το 1249. Η ονομασία σχετίζεται με την μυζήθρα και, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, συνδέεται με το σχήμα του βουνού. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η Φράγκικη ακρόπολη, ενώ ο οικισμός προστατεύεται από δύο οχυρωματικούς περιβόλους. Ουσιαστικά, ο Μυστράς χωρίζεται σε τρία πολεοδομικά επίπεδα: το οχυρωμένο κάστρο βρίσκεται στην κορυφή, ενώ ακολουθούν η Πάνω και η Κάτω Χώρα.
Η οχύρωση του βουνού και η μετέλιξη του Μυστρά, κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, σε ισχυρό στρατιωτικό, πολιτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την Δ’ Σταυροφορία, το 1204. Η ίδρυση του κάστρου στον Μυστά το 1249, (από τον Φράγκο κατακτητή Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο), σηματοδότησε την εδραίωση της κυριαρχίας των Φράγκων στην Πελοπόννησο. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και μετά το 1262, ο Μυστράς έγινε έδρα Βυζαντινού στρατηγού οπότε και άρχισε η κυρίως ιστορική του περίοδος. Οι κάτοικοι της πεδιάδας άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο για να προστατευτούν από τις επιδρομές.
Το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μωρέως με πρώτο «Δεσπότη» τον Μανουήλ Καντακουζηνό, (1349-1380). Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπο τον Θεόδωρο Α’, (1380/1-1407). Η Βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους. Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Η παρακμή του Μυστρά αρχίζει το 1770 μετά την καταστροφή του από τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ’όλη την διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, ενώ με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από τον βασιλιά Όθωνα το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη της Σπάρτης, περίπου 8 χιλιόμετρα ανατολικά. Οι τελευταίοι κάτοικοι θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953, ενώ έχει προηγηθεί το 1921 η κήρυξη του χώρου, με βασιλικό διάταγμα, σε Βυζαντινό μνημείο. Το 1989, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco.
Ο Μυστράς φημίζεται για τις Υστεροβυζαντινές εκκλησίες που βρίσκονται διάσπαρτες στον αρχαιολογικό χώρο.
Στον Μυστρά δεσπόζουν επτά εκκλησίες οι οποίες αποτελούσαν χώρο μάθησης της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και αγιογραφίας. Πολλές από τις εκκλησίες οφείλουν την σημερινή τους μορφή σε εργασίες συντήρησης που πραγματοποιήθηκαν από τον Αναστάσιο Ορλάνδο λίγο πριν το 1940.