Μιχάλης Νικολινάκος – Ηθοποιός, Ζωγράφος
Ο Μιχάλης Νικολινάκος γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1920, στα Χανιά Κρήτης. Ήταν το πρώτο παιδί του Νικόλαου και της Σταυρούλας, το γένος Κούβαρη, οι οποίοι κατάγονταν από την Λακωνία. Ο πατέρας του ήταν από το χωριό Άλικα και η μητέρα του από το χωριό Άνω Μπουλαριοί (λίγο βορειότερα από τα Άλικα). Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του (υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος) η οικογένεια συχνά αναγκαζόταν να μετακινείται σε παραθαλάσσιες πόλεις-λιμάνια (Χανιά, Καλαμάτα, Χαλκίδα, Πειραιάς). Μάλιστα, λόγω του ότι ο Νικόλαος Νικολινάκος δεν ήθελε ο πρωτότοκος γιος του να βαφτιστεί στη Κρήτη, περίμενε την τοποθέτησή του στη Νότια Πελοπόννησο, στο Γύθειο, τον Γερολιμένα ή την Καλαμάτα. Τελικά, όταν το παιδί ήταν τρεισήμισι ετών, και αφού η μετάθεση αργούσε, βαφτίστηκε ερήμην του πατέρα του στον Άγιο Νικόλαο της συνοικίας Σπλάντζια, στα Χανιά. Το ιδιαίτερο είναι πως Μιχάλης ονομαζόταν ο ιερέας της εκκλησίας!
Ο Μιχάλης Νικολινάκος παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στην πόλη της Καλαμάτας, ενώ πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τους καθηγητές του, Τσόρβα (του Γυμνασίου της Παραλίας των Καλαμών) και Τρίμη (του Λυκείου). Μία υπογεγραμμένη ελαιογραφία του 1933 (που σώζεται στο αρχείο του) ζωγραφισμένη στην πίσω πλευρά αφίσας ναυτιλιακής εταιρείας, τυπωμένης σε χαρτόνι, δείχνει πως πιθανότατα τα μαθήματα αυτά δεν περιορίζονταν στις ελαφρές ύλες 9μολύβι, τέμπερα, ακουαρέλα) αλλά προχώρησαν και στη χρήση των λαδοχρωμάτων.
Το 1935 ή το 1936, ο πατέρας του μετατέθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο του Πειραιά. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην περιοχή Μανιάτικα όπου ο Μιχάλης Νικολινάκος συνέχισε και τελείωσε το Γυμνάσιο. Τα χρόνια αυτά κάνει σχέδια και πορτρέτα με μολύβι και ζωγραφίζει με ακουαρέλα. Υπογράφει, μάλιστα, τα μικρά σκίτσα του με τη γαλλική εκδοχή του ονόματός του, ως MICHEL ή ΜΙΣΕΛΙΣ.
Η Κατοχή τον βρήκε να σκιτσάρει για την Αντίσταση στην περιοχή του Πειραιά. Έτσι έγινε γνωστός και επικηρύχτηκε. Με την Απελευθέρωση μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών με έπαινο (με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη) από όπου αποφοίτησε το 1949. Το έργο του κρίθηκε εξπρεσιονιστικό με καθαρό, όμως, προσωπικό τόνο. Επίσης, με τη δύσκολη τεχνική της ακουαρέλας δημιούργησε αρκετά έργα με τοπία, απεικονίσεις καραβιών, θέματα από τη φύση κ.α. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, για να μπορέσει να ζήσει, έκανε σκηνικά σε κινηματογραφικά στούντιο, ενώ φιλοτεχνούσε και τις αφίσες για ταινίες. Αυτό αποτέλεσε και την αφορμή ενασχόλησής του με την υποκριτική. Το 1952, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, ενώ υπήρξε και μαθητής του Δημήτρη Ροντήρη.
Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στην ταινία, «Το στραβόξυλο», σε σκηνοθεσία του Χρήστου Αποστόλου, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη ταινία είχε κάνει και τη σκηνογραφία. Από το 1954 έως το 1964 έπαιξε πρώτους ρόλους σε 35 ταινίες, μερικές εκ των οποίων είναι ξένες παραγωγές. Αντιπροσώπευσε τα ελληνικά χρώματα στις Κάννες με την ταινία «Το τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη και καθιερώθηκε ως ο πιο κλασικός Έλληνας ζεν πρεμιέ με ρόλους στις πιο γνωστές ταινίες της εποχής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν «Ο άνθρωπος του τρένου», «Εφιάλτης», «Έγκλημα στο Κολωνάκι» κ.α. Απομακρύνθηκε από τα κινηματογραφικά δρώμενα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν διαισθάνθηκε ότι τα πράγματα αλλάζουν για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης έγραψε για αυτόν: «Η μορφή του Μιχάλη Νικολινάκου αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία από το 1954 έως το 1964. Σνομπάροντας τη θεότητα μέσα του κατάφερε να υπερβεί τον ρόλο του «πρωταγωνιστή» όχι γιατί ήταν ζωγράφος, αλλά γιατί αποφάσισε να μπει στην ιστορία μας μόνο με το πρόσωπό του, μακριά από κάθε ιδιότητα».
Ο Μιχάλης Νικολινάκος ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά, στην οποία διετέλεσε πρόεδρός της. Απεβίωσε στις 13 Δεκεμβρίου του 1994, στην Αθήνα, σε ηλικία 71 ετών. Ως παρακαταθήκη άφησε ένα πλουσιότατο αρχείο, το οποίο ανήκει πλέον στον γιο του, Νίκο Νικολινάκο.