Τσαφάρι
Στη ντοπιολαλιά της Πελοποννήσου και κυρίως της Λακωνίας και της Αρκαδίας το «τσαφάρι» είναι το γνωστό σε όλους μας μουσικό όργανο, φλογέρα. Στην Ελλάδα συναντάμε πολλές ονομασίες για την φλογέρα, όπως «φράουρο» (Πήλιο) «βαρβάγκα» (Καρδίτσα, Τρίκαλα) «καβάλι» (Μακεδονία, Θράκη) «πίστουλκα» (Σέρρες) κ.α.
Το «τσαφάρι» ήταν η φλογέρα των βοσκών, κατασκευασμένο από ξερό, χωρίς εξογκώματα, καλάμι. Οι βοσκοί το έπαιζαν ιδιωτικά στο σπίτι ή έξω στα μέρη όπου έβοσκαν τα ζωντανά τους: «Το τσαφάρι, όμως, ήτο για το ντέρτι του καθένα, ενώ τα άλλα για το ντέρτι ολονών». (Κρητσιώτη Μαριγούλα, «Η λύρα στα Βάτικα Λακωνίας»).
Πιθανολογείται ότι το «τσαφάρι» συγγενεύει με το αραβικό «τσαφάρ» που σημαίνει «κελάιδισμα» και το βουλγαρικό «τσαφάρα» που σημαίνει «σφύριγμα». Η ρίζα της λέξεως είναι αρχαιοελληνική και προέρχεται από το «σίφων» που σημαίνει «σωλήνας», «καλάμι» («σίφων-σιφάριον, σιφάρι, τσα-φάρι». (ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ, ΤΟΜΟΣ Α’, Γ.Ν. Μιχαλέτος, «Η γλώσσα των Βατίκων»).
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ρήμα «τσαφαρίζω» που χρησιμοποιείται για κάποιον που γρατζουνάει κάτι και προκαλεί θόρυβο ή παίζει ένα μουσικό όργανο παράτονα. Η λέξη προέρχεται από το «τσαφάρι» που παράγει οξύ ήχο.