Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη
Η αρχαία Σπάρτη της κλασικής περιόδου αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση πόλης-κράτους. Η ελευθερία και κοινωνική υπόσταση των Σπαρτιατισσών άρχιζε από την γέννησή τους. Οι νόμοι της Σπάρτης απαιτούσαν τα θηλυκά βρέφη και παιδιά να έχουν την ίδια φροντίδα και ανατροφή με τα αρσενικά, σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις. Τα κορίτσια στη Σπάρτη παρακολουθούσαν δημόσιο σχολείο (για μικρότερο χρονικό διάστημα από ότι τα αγόρια) και όπως επισημαίνει ο Πλάτων («Πρωταγόρας», 342) η εκπαίδευση δεν ήταν καθαρά σωματική: «…δεν ήταν μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες που υπερηφανεύονταν για την πνευματική καλλιέργειά τους».
Στη Σπάρτη τα κορίτσια αθλούνταν συχνά γυμνά από κοινού με τα αγόρια, έτρεχαν πάλευαν και πετούσαν τον δίσκο και το ακόντιο. Μάλιστα, ο Πλούταρχος παρατηρεί σχετικά: «Η γύμνωση των παρθένων δεν είχε τίποτε το αισχρό, διότι συνυπήρχε με την ντροπή και έλλειπε κάθε ίχνος απρέπειας». («Βίοι Παράλληλοι» 14, Λυκούργος). Σκοπός της εκπαίδευσης αυτής ήταν να αποκτήσουν οι γυναίκες γερά σώματα, έτσι ώστε στη συνέχεια να γεννήσουν γερά παιδιά: «…Έπειτα και τις γυναίκες, ακριβώς όπως τους άνδρες, έβαλε (ο Λυκούργος) να αγωνίζονται μεταξύ τους στο δρόμο και στην αντοχή, θεωρώντας ότι όταν και οι δύο είναι δυνατοί και τα παιδιά θα γίνονται πιο δυνατά». (Ξενοφών, «Λακεδαιμονίων Πολιτεία»)
Οι γυναίκες συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές, οργάνωναν διαδικασίες λατρείας προς τους θεούς, ενώ η ελευθερία τους εκφραζόταν και στον τρόπο με τον οποίο ντύνονταν. Οι Σπαρτιάτισσες φορούσαν τις λεγόμενες «φαινομηρίδες». Ονομάζονταν έτσι επειδή φαινόντουσαν οι μηροί τους και ήταν πολύ κοντοί χιτώνες, σχιστοί στο πλάι. Οι Αθηναίες τις κατηγορούσαν που έδειχναν τους γοφούς τους στους άντρες, ενώ σε αντίθεση, ο Όμηρος ονομάζει την Λακεδαίμονα «καλλιγύναικα» (Ιλιάδα, Β, στ.683). Επίσης, χαρακτηριστικός είναι και ο χρησμός που έδωσε η Πυθία στους Αιγιείς, η οποία ονοματίζει ως τα τρία πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο τα ακόλουθα: «τα Θεσσαλικά άλογα, τις Λακεδαιμόνιες γυναίκες και τους άντρες που πίνουν νερό από την ιερή κρήνη της Αρεθούσας» (Στράβων, «Οι Ευβοείς»).
Μονάχα στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των γυναικών αν και γύρω στο 400 π.Χ. η Κυνίσκα (κόρη του βασιλιά Αρχιδάμου) παρότι ήταν εκτροφέας ίππων υπήρξε η πρώτη Ολυμπιονίκης στο τέθριππο και μάλιστα δύο φορές (396 π.Χ. και 392 π.Χ.). Στην Ολυμπία υπήρχε μπρούτζινο άγαλμά της, το βάθρο του οποίου έχει βρεθεί με την ακόλουθη επιγραφή:
«Της Σπάρτης βασιλιάδες οι πατέρες και οι αδελφοί μου,
στα άρματα με γρηγορόποδα άλογα
αφού νίκησα η Κυνίσκα το άγαλμα αυτό έστησα.
Μόνη δε εγώ είμαι από τις γυναίκες της Ελλάδος όλες, που έλαβα το στέφανο,
ο Απελλής του Καλλικλέους το έφτιαξε».
Σήμερα, το βάραθρο του αναθήματος της Κυνίσκας εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας. Επίσης, το 368 π.Χ. μία ακόμη Σπαρτιάτισσα, ονόματι Ευρυλεονίς, κέρδισε στις αρματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στην αρχαία Σπάρτη υπήρξαν γυναίκες με αυξημένη πολιτική επιρροή και ισχυρό λόγο στο πλαίσιο της Σπαρτιατικής πολιτείας, παρ’ ότι δεν μετείχαν στα επίσημα θεσμικά όργανα, όπως ήταν η Απέλλα και η Γερουσία. Βέβαια, ο Αριστοτέλης στέκεται ιδιαίτερα επικριτικός σε αυτή τη σχεδόν ισότιμη και ισόκυρη θέση που είχε η Σπαρτιάτισσα σε σχέση με τον Σπαρτιάτη. Περεταίρω, ήταν αυτοδύναμες και μπορούσαν να κληρονομούν και να κληροδοτούν πριν και μετά το γάμο τους. Συγκεκριμένα, διοικούσαν οι ίδιες την περιουσία τους ακόμη κι όταν δεν ήταν «πατρούχες» (όπως ονομάζει ο Ηρόδοτος τις επικλήρους) ενώ μπορούσαν να επιλέξουν άλλο σύζυγο στην περίπτωση που αυτός απουσίαζε επί μακρόν. Στην Αθήνα, αντιθέτως, η περιουσία δινόταν στα αρσενικά αδέλφια ή στα παιδιά των γυναικών.
Λόγω του ότι οι Σπαρτιάτες ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν τη ζωή τους στις στρατιωτικές, καθώς και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, οι γυναίκες φρόντιζαν τα κτήματα των συζύγων τους, γεγονός που τις έκανε να έχουν τον έλεγχο του οικογενειακού πλούτου. Η εν λόγω οικονομική δύναμη είχε ως αποτέλεσμα την κοινωνική άνοδο των Σπαρτιατισσών. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι «οι Σπαρτιάτες διοικούνταν από τις συζύγους τους». Όταν η Γοργώ (κόρη του βασιλιά Κλεομένη του Α’ και σύζυγος του βασιλιά Λεωνίδα) ερωτήθηκε γιατί οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες γυναίκες στην Ελλάδα που εξουσίαζαν τους άντρες τους, εκείνη αποκρίθηκε: «επειδή είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννάμε (πραγματικούς) άνδρες».
Πολύ μεγάλες ήταν και οι σεξουαλικές ελευθερίες των γυναικών της Σπάρτης μιας και δεν υπήρχε η έννοια της μοιχείας. Οι Σπαρτιάτισσες μπορούσαν ελεύθερα να έχουν ερωτικές σχέσεις με άλλους, παντρεμένους και μη. Όταν, μάλιστα, στο Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο (668-685 π.Χ.) οι άνδρες τους έλειψαν για πολλά χρόνια, οι Σπαρτιάτισσες δέχθηκαν τις ερωτικές περιποιήσεις των ειλώτων χωρίς καμία συνέπεια σε βάρος τους. Τα παιδιά που γεννήθηκαν (οι λεγόμενοι Παρθενίαι) τα έστειλαν οι Σπαρτιάτες να ιδρύσουν στη Μεγάλη Ελλάδα την αποικία του Τάραντα (8ος π.Χ. αιώνας) μη μπορώντας η πολιτεία να τα εξομοιώσει με τους πατεράδες τους, αλλά και μη θέλοντας να τα κάνει ισότιμα με τους άλλους Σπαρτιάτες. Τέλος, οι σύζυγοι των Σπαρτιατισσών τιμούσαν τις γυναίκες τους με ειδικά μνήματα και επιγραφές, όπως ακριβώς δηλαδή συνέβαινε για τους άντρες που πέθαιναν στο πεδίο της μάχης.
Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως το πρώτο καταγεγραμμένο ποίημα αγάπης γράφτηκε το 625 π.Χ. από τον Σπαρτιάτη λυρικό ποιητή Αλκμάνο για τις Σπαρτιάτισσες κόρες:
«Είναι άραγε εκδίκηση των θεών;
Όμως ευλογημένος είναι αυτός που περνά τη ζωή του χωρίς δάκρυα.
Αλλά εγώ πρέπει να υμνήσω το φως της Αγιδούς.
Την βλέπω όπως τον ήλιο που λάμπει.
Όμως η αγαπημένη χορωδός δεν θα μου επιτρέψει να την επαινέσω
και δεν την αδικώ.
Ξέρει ότι είναι εκθαμβωτική όπως το υπερήφανο άλογο ξεχωρίζει ανάμεσα σε κοπάδι σαν φτερωτό όνειρο».
(απόσπασμα)
Πηγές:
Δημοσθένης Ι. Δασκαλάκης, ΣΤ’ Πανελλήνιο Συνέδριο: «Λακωνία-Γλώσσα-Ιστορία-Πολιτισμός», 2004.