Λεωνίδας Α’ – Βασιλιάς τη Σπάρτης
Ο Λεωνίδας Α’ γεννήθηκε περίπου το 540 π.Χ. ενώ πέθανε ηρωικά το 480 π.Χ. Ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από τη δυναστεία των Αγιαδών. Ο πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Αναξανδρίδας Β’, ο οποίος απέκτησε τέσσερις γιους: τρεις από την πρώτη του σύζυγο (Δωριέας, Λεωνίδας, Κλεόμβροτος) και έναν από την δεύτερη σύζυγό του (Κλεομένης). Μάλιστα, υπήρχε η πεποίθηση πως ήταν απόγονος του Ηρακλή.
Το 488 π.Χ., ο Λεωνίδας ανέβηκε στο θρόνο μετά τον ετεροθαλή αδελφό του Κλεομένη. Ως τριτότοκος γιος, ο Λεωνίδας δεν περίμενε ότι θα γινόταν βασιλιάς, εξορίστηκε, όμως, ο Κλεομένης (όπου τελικά πέθανε σε μια φυλακή της Σπάρτης) ενώ ο Δωριέας είχε ήδη πεθάνει στη Σικελία οδηγώντας μία ομάδα μισθοφόρων.
Το 490 π.Χ. ο Λεωνίδας παντρεύτηκε τη Γοργώ, κόρη του αδελφού του Κλεομένη. Την εποχή εκείνη, ήταν φυσιολογικό οι βασιλείς να παντρεύονται κοντινά συγγενικά τους πρόσωπα για να διατηρηθεί το βασιλικό αίμα. Ο Λεωίδας με τη Γοργώ απέκτησαν έναν γιο, τον Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακόσιους, οι οποίοι επιλέχθησαν να τον συνοδέψουν στις Θερμοπύλες. Και αυτό διότι ο Λεωνίδας επέλεξε πως όποιοι μαχητές θα πήγαιναν να πολεμήσουν έπρεπε να είχαν τουλάχιστον ένα γιο, ώστε να διατηρηθεί η γενιά τους. Ο Λεωνίδας ήταν έμπειρος στρατιωτικός, καθώς έλαβε την Σπαρτιατική εκπαίδευση από μικρή ηλικία, χωρίς να εξαιρεθεί επειδή ανήκε σε βασιλική οικογένεια. Επιπλέον, είχε πάρει μέρος σε πολλές εκστρατείες ως απλός στρατιώτης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) μέσα σε τρεις μόνο ημέρες είχε οδηγήσει τους 2.000 στρατιώτες του στο πεδίο της μάχης.
Ο Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του συμμαχικού ελληνικού στρατού και κατάφερε επιτυχώς να τους κρατήσει ενωμένους. Η στρατιωτική του ευφυΐα έγινε εμφανής τον Αύγουστο του 480 π.Χ. στο στενό των Θερμοπυλών, με τον τρόπο που παρέταξε τα στρατωτικά τμήματα. Μάλιστα, ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών είχε πει πως, «Η πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από τον χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της». Αυτό όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τον Λεωνίδα, αλλά ζήτησε να πάει αυτός στις Θερμοπύλες να αναμετρηθεί με τον Ξέρξη, καθώς το σύστημα το Σπαρτιατικό ήταν δυαδικό και υπήρξε στον θρόνο και ο Λεωτυχίδης Β’. Μπροστά στον πολυπληθέστατο στρατό των Περσών, ο Λεωνίδας με 300 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και κάποιες ακόμη χιλιάδες Ελλήνων, προέβαλε γενναία αντίσταση. Ο Ηρόδοτος υπολόγιζε τον Ελληνικό στρατό σε περίπου 6.000, ενώ ο ιστορικός Διώδορος Σικελιώτης σε περίπου 7.500. Όταν ο Ξέρξης απέστειλε στον Λεωνίδα αγγελιοφόρο και του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς απάντησε, «Μολών λαβέ» («έλα να τα πάρεις»). Η διαχρονική αυτή φράση έχει περάσει πλέον στην ιστορία, ενώ με ακριβώς τους αντίθετους συμβολισμούς έχει καταγραφεί η προδοσία του Εφιάλτη, ο οποίος οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα των Ελλήνων από την Ανοπαία οδό, εξασφαλίζοντας έτσι την νίκη του Περσικού στρατού. Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο βασιλιάς Λεωνίδας Α’, ο οποίος έγινε σύμβολο πατριωτικής αυτοθυσίας.
Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 συμπολεμιστών του έγινε διαχρονικό σύμβολο ανδρείας και στη θέση όπου έπεσε ο Λεωνίδας και οι άντρες του στήθηκε μνημείο με χαραγμένο το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν’, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τηδε
κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
(Που σημαίνει: «Ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους ότι κειτόμεθα εδώ, πιστοί στους νόμους τους», εννοώντας: «Πεθάναμε εδώ ακολουθώντας τις Σπαρτιατικές παραδόσεις»).
Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, στήθηκε ένας πέτρινος λέοντας, ενώ τα λείψανα του Λεωνίδα στάλθηκαν για ταφή στη Σπάρτη, το 440 π.Χ. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι Σπαρτιάτες ανήγειραν έναν ναό, το Λεωνιδαίο, προς τιμή του βασιλιά, ενώ τελούσαν μία ετήσια εορτή, τα Λεωνίδαια. Όταν άρχισε να παρακμάζει η Σπάρτη η εορτή αυτή ατόνησε, ενώ αναβίωσε και πάλι κατά την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Μάλιστα, ένας Ρωμαίος ευγενής, ο Γάιος Ιούλιος Αγησίλαος, έκανε μεγάλη οικονομική δωρεά στην εορτή.
Στις παρυφές της Ακρόπολης της Σπάρτης σώζονται τα ερείπια ενός ιδιόμορφου ναόσχημου οικοδομήματος, του Λεωνιδαίου (5ος π.Χ. αιώνας). Το οικοδόμημα είναι κτισμένο με μεγάλους πωρόλιθους και χωρίζεται σε δύο θαλάμους. Η τοπική παράδοση θεωρεί ότι είναι ο τάφος του Λεωνίδα, ωστόσο είναι γνωστό ότι τα οστά του μεταφέρθηκαν από τις Θερμοπύλες και τάφηκαν βορειότερα, κοντά στο θέατρο.
Η σύγχρονη πολιτεία έχει κτίσει ένα μνημείο-τύμβο στην πόλη της Σπάρτης και ένα άγαλμα-μνημείο στο πεδίο όπου έλαβε χώρα η μάχη των Θερμοπυλών. Το μνημείο των Θερμοπυλών αναγέρθηκε το 1955 και είναι έργο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα. Στο κεντρικό βάθρο υπάρχει ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Σπαρτιάτη βασιλιά με δόρυ και ασπίδα, ενώ τον συντροφεύουν δύο αγάλματα (αναπαραστάσεις του Ευρώτα και του Ταϋγετου). Στη βάση υπάρχει πλάκα όπου αναγράφεται η φράση «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ». Το επιβλητικό άγαλμα του Λεωνίδα στη Σπάρτη φιλοτεχνήθηκε, επίσης, από τον Βάσο Φαληρέα, το 1969. Συγκεκριμένα, δεσπόζει στο τέρμα της Λεωφόρου Κ. Παλαιολόγου, μπροστά από το Εθνικό Στάδιο. Να σημειώσουμε πως η μορφή του βασιλιά Λεωνίδα και στα δύο αγάλματα (στις Θερμοπύλες και στη Σπάρτη) έχει βασιστεί σε αναπαράσταση πολεμιστή που ανακάλυψε η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, το 1920, και ταυτίστηκε με τον πεσόντα βασιλέα.
Το παράδειγμα των Θερμοπυλών ήταν τόσο επιβλητικό στη σημασία του ώστε χρησίμευσε ως κάλεσμα για ηρωισμό ακόμη και στους Αθηναίους ρήτορες. Συγκεκριμένα, ο ρήτορας Λυσίας υπενθύμιζε συνεχώς τη γενναία στάση της Σπάρτης κατά την διάρκεια των Περσικών Πολέμων, ενώ ο Λυκούργος μιλούσε για τις Θερμοπύλες ως υπόδειγμα ηρωικής αρετής, καλώντας τους Αθηναίους να αντιταχθούν με τον ίδιο τρόπο στη Μακεδονική επέκταση προς τα νότια. Τέλος, το ηρωικό πρότυπο του Λεωνίδα αποτέλεσε παράδειγμα και για πολλούς ακόμη λαούς, σε πολλές φάσεις της ιστορίας. Ενδεικτικά, οι σύγχρονοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν κατά την Επανάσταση του 1821 (ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία), οι Σύμμαχοι στην εισβολή του Άξονα στην Ελλάδα και ο Ναπολέων Α’ Βοναπάρτης το χρησιμοποίησε πριν τη μάχη στο Βατερλώ. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανική αεροπορία διέθετε μία ομάδα πιλότων αυτοκτονίας, η οποία ονομαζόταν «Λεωνίδας».